Greek | French |
αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε με απόφαση της...,το δικαστήριο Χ,στην υπόθεση...κατά... | demande de décision préjudicielle présentée par ordonnance du tribunal X,rendue le...dans l'affaire...contre... |
αθωωτική απόφαση | jugement d'acquittement |
αθωωτική απόφαση | acquittement |
αιτιολογημένη απόφαση | décision motivée |
ακυρωτική απόφαση | arrêt de cassation |
ανέκκλητη απόφαση | décision de justice insusceptible de recours |
αναβάλλει την απόφασή της | surseoir à statuer |
αναβλητική απόφαση | moratoire |
αναγνωριστική απόφαση | décision déclaratoire |
αναγνωριστική απόφαση | décision récognitive |
αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση | arrêt attaqué |
αντιφατική απόφαση | conflit de décision |
ανυπόστατη δικαστική απόφαση | décision juridictionnelle inexistante |
απαγγέλλω απόφαση στο ακροατήριο | prononcer la décision à l'audience |
αποδέχομαι την δικαστική απόφαση | acquiescer au jugement |
αποδέχομαι την δικαστική απόφαση | acquiescer |
απορριπτική απόφαση | décision de rejet |
απόρριψη της ανακοπής με τελεσίδικη απόφαση | opposition rejetée par une décision définitive |
απόφαση έκπτωσης από το δικαίωμα οδήγησης | décision de déchéance du droit de conduire |
απόφαση αναστολής εκτέλεσης της ποινής ή απόλυσης υπό όρους | décision de probation |
απόφαση απέλασης | arrêté d'expulsion |
απόφαση απέλασης | mesure d'éloignement |
απόφαση απέλασης | décision d'éloignement |
απόφαση απόρριψης της αίτησης | décision de rejet de la demande |
απόφαση αρχής | arrêt de principe |
απόφαση ασφαλιστικών μέτρων | ordonnance de référé |
απόφαση ασφαλιστικών μέτρων | ordonnance sur référé |
απόφαση ασφαλιστικών μέτρων | ordonnance rendue sur référé |
απόφαση για ανταπεργία | décision de lock-out |
απόφαση για απεργία | décision de grève |
απόφαση για απομίμηση | décision en contrefaçon |
απόφαση για κήρυξη απεργίας | ordre de grève |
απόφαση για κήρυξη απεργίας | mot d'ordre de grève |
απόφαση για παραποίηση | décision en contrefaçon |
απόφαση για προσωρινό δασμό | décision fixant un droit provisoire |
απόφαση για τη θέση στο αρχείο | décision de classement |
απόφαση για την προστασία του εδάφους από απορρίψεις υγρών | décision de "rejets-protection" du sol |
απόφαση διαιτησίας | décision d'arbitrage |
απόφαση διαιτησίας | sentence d'arbitrage |
απόφαση διαιτησίας | sentence arbitrale |
απόφαση διαιτησίας | décision arbitrale |
απόφαση διακριτικής ευχέρειας | décision discrétionnaire |
απόφαση εκουσίας δικαιοδοσίας | ordonnance sur requête |
απόφαση επί αγωγής διαζυγίου | jugement de divorce |
απόφαση επί αρχής | décision de principe |
απόφαση επί εξωδίκου υποθέσεως | décision extrajudiciaire |
απόφαση επί της επιστροφής των τελών | décision relative au remboursement des taxes |
απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης | décision au fond |
Απόφαση επί της προσφυγής | décision rendue sur recours |
Απόφαση επί της προσφυγής | décision sur le recours |
απόφαση επί της προσφυγής | décision sur le recours |
απόφαση επί της τριτανακοπής | arrêt rendu sur tierce opposition |
απόφαση επί των προτάσεων του εισηγητή δικαστή | suite à réserver aux propositions du juge rapporteur |
απόφαση επιδεκτική αναγκαστικής εκτελέσεως | jugement susceptible d'exécution |
απόφαση επιστροφής | ordre de quitter le territoire |
απόφαση επιστροφής | obligation de quitter le territoire |
απόφαση επιστροφής | OQT |
απόφαση επιστροφής | décision de retour |
απόφαση λόγω παράβασης υποχρέωσης | arrêt en manquement |
απόφαση με ισχύ δεδικασμένου | jugement ayant force de chose jugée |
απόφαση με ισχύ δεδικασμένου | jugement ayant autorité de chose jugée |
απόφαση μη αποδοχής | décision de non-admission |
απόφαση μη εναντίωσης στην έκδοση | décision de ne pas s'opposer à l'adoption |
απόφαση μισθολογίας | arrêté de salaires |
απόφαση ουσίας | jugement au fond |
απόφαση περί έκπτωσης του δικαιούχου εκ των δικαιωμάτων του | décision de déchéance des droits du titulaire |
απόφαση περί αναθέσεως της υποθέσεως σε τμήμα | décision portant renvoi |
απόφαση περί επαναλήψεως της διαδικασίας | décision de reprise de procédure |
απόφαση περί παραπομπής | décision de renvoi |
απόφαση περί παρεκτάσεως των προθεσμιών λόγω αποστάσεως | décision sur les délais de distance |
απόφαση περί των εορτάσιμων ημερών | décision sur les jours fériés |
απόφαση περί χορηγήσεως δικαιώματος | décision d'octroi de la licence |
Απόφαση πλαίσιο για την προστασία δεδομένων | décision-cadre du Conseil relative à la protection des données à caractère personnel traitées dans le cadre de la coopération policière et judiciaire en matière pénale |
Απόφαση πλαίσιο για την προστασία δεδομένων | décision-cadre relative à la protection des données |
Απόφαση πλαίσιο για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις | décision-cadre relative à la protection des données |
Απόφαση πλαίσιο για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που τυγχάνουν επεξεργασίας στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις | décision-cadre du Conseil relative à la protection des données à caractère personnel traitées dans le cadre de la coopération policière et judiciaire en matière pénale |
Απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών | Décision-cadre relative au mandat d'arrêt européen et aux procédures de remise entre Etats membres |
Απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίού, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 , για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης | décision-cadre suédoise |
Απόφαση-πλαίσιο 2006/960/ΔΕΥ του Συμβουλίού, της 18ης Δεκεμβρίου 2006 , για την απλούστευση της ανταλλαγής πληροφοριών και στοιχείων μεταξύ των αρχών επιβολής του νόμου των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης | Décision-cadre du Conseil relative à la simplification de l'échange d'informations et de renseignements entre les services répressifs des États membres de l'Union européenne |
απόφαση ποινικού δικαστηρίου | décision pénale |
απόφαση που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου | décision ayant acquis l'autorité de la chose jugée |
απόφαση που έχει εκδοθεί προφορικώς | décision prononcée verbalement |
απόφαση που απαγορεύει στον εναγόμενο να συνεχίσει τις πράξεις της απομίμησης | ordonnance lui interdisant de poursuivre les actes de contrefaçon JOCE L 11/1994 |
απόφαση που απαγορεύει στον εναγόμενο να συνεχίσει τις πράξεις της παραποίησης | ordonnance lui interdisant de poursuivre les actes de contrefaçon JOCE L 11/1994 |
απόφαση που απαλλάσσει τον δικαστή από τα καθήκοντά του | décision relevant un juge de ses fonctions |
απόφαση που απευθύνεται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο | décision dont une personne physique ou morale est destinataire |
απόφαση που αρνείται τα αποτελέσματα της βασικής αιτήσεως | décision refusant les effets de la demande de base |
απόφαση που δεν υπόκειται σε ανακοπή | arrêt non susceptible d'opposition |
απόφαση που διαπιστώνει την έκπτωση του δικαιούχου του σήματος από τα δικαιώματά του | décision constatant la déchéance des droits du titulaire de la marque |
απόφαση που εκδίδεται ως κανονισμός | une décision prise sous l'apparence d'un règlement |
απόφαση που εκδόθηκε ερήμην | décision prononcée par défaut |
απόφαση που εκδόθηκε ερήμην | décision rendue par défaut |
απόφαση που εκδόθηκε ερήμην | décision par défaut |
απόφαση που εκδόθηκε σε αστικό θέμα από ποινικό δικαστήριο | décision rendue en matière civile par une juridiction répressive |
απόφαση που επιβάλλει στέρηση της ελευθερίας | décision de privation de liberté |
απόφαση που επιβάλλει την τέλεση συγκεκριμένων πράξεων | jugement imposant l'accomplissement d'actes individuels |
απόφαση που επιφέρει άρνηση έγκρισης | décision portant refus de réception |
απόφαση που υπόκειται σε προσφυγή | décision susceptible de recours |
απόφαση ραδιοφάσματος | décision relative à un cadre réglementaire pour la politique en matière de spectre radioélectrique dans la Communauté européenne |
απόφαση ραδιοφάσματος | décision "spectre radioélectrique" |
απόφαση στην ουσία | décision au fond |
απόφαση σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα | décision relative à un cadre réglementaire pour la politique en matière de spectre radioélectrique dans la Communauté européenne |
απόφαση σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα | décision "spectre radioélectrique" |
Απόφαση σχετικά με την εγκατάσταση, τη λειτουργία και τη χρήση του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς SIS II | Décision sur l'établissement, le fonctionnement et l'utilisation du système d'information Schengen de deuxième génération SIS II |
Απόφαση σχετικά με την εγκατάσταση, τη λειτουργία και τη χρήση του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς SIS II | décision SIS II |
απόφαση σύναψης | décision de conclusion |
απόφαση του ακυρωτικού που απαγγέλλεται υπέρ του νόμου | cassation prononcée dans l'intérêt de la loi |
απόφαση του Δικαστηρίου | arrêt de la Cour |
απόφαση του Δικαστηρίου | arrêt de la Cour de justice |
απόφαση του Δικαστηρίου που διαπιστώνει ρητώς την ύπαρξηνέουγεγονότος | arrêt de la Cour constatant expressément l'existence d'un fait nouveau |
απόφαση του εθνικού δικαστηρίου που αναστέλλει τη διαδικασία και παραπέμπειορισμένο ζήτημαστο Δικαστήριο | décision de la juridiction nationale qui suspend la procédure et saisit la Cour |
απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου με την οποία αναγνωρίζεται ότι το Πρωτοδικείο έχει συγκροτηθεί κανονικά | décision du président de la Cour constatant que le Tribunal est régulièrement constitué |
απόφαση του Πρωτοδικείου κατόπιν ακυρώσεως αποφάσεως και αναπομπής | arrêt du Tribunal rendu après annulation et renvoi |
απόφαση υποκείμενη σε ανακοπή | arrêt susceptible d'opposition |
απόφαση υποκείμενη σε προσφυγή | décision attaquable |
απόφαση ως προς την ουσία | une décision au fond |
απόφαση ως προς τις κατευθυντήριες αρχές βάσει των οποίων γίνεται η εξέταση | décision concernant les principes directeurs de l'examen |
απόφαση ως προς υποχρεώσεις διατροφής | décision en matière d'obligation alimentaire |
ατομική απόφαση | arrêté particulier |
ατομική απόφαση | arrêté individuel |
ατομική απόφαση αστικού δικαίου | décision individuelle en matière civile |
βασική απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου | arrêt de principe |
δεδικασμένο από οριστική δικαστική απόφαση | autorité de la chose jugée |
διαιτητική απόφαση | sentence d'arbitrage |
διαιτητική απόφαση | décision arbitrale |
διαιτητική απόφαση | sentence arbitrale |
δικαιοπλαστική δικαστική απόφαση | décision jurisprudentielle |
δικαστική αποφαση που είναι εκτελεστή παρά την άσκηση εφέσεως ή ανακοπής | jugement exécutoire nonobstant appel ou opposition |
δικαστική απόφαση | décision de justice |
δικαστική απόφαση | décision juridictionnelle |
δικαστική απόφαση | jugement |
δικαστική απόφαση | décision judiciaire |
δικαστική απόφαση κατά της οποίας έχει ασκηθεί ένδικο μέσο | jugement frappé d'un recours |
δικαστική απόφαση που έχει εκδοθεί κατόπιν απάτης | décision de justice obtenue par fraude |
δικαστική απόφαση που απορρίπτει την αγωγή | jugement rejetant l'action |
δικαστική απόφαση που δημιουργεί νομολογία | décision jurisprudentielle |
δικαστική απόφαση που είναι προσωρινά εκτελεστή | jugement exécutoire par provision |
δικαστική απόφαση που επιδέχεται άσκηση ενδίκου μέσου | jugement susceptible de recours |
δικαστική απόφαση που ικανοποιεί τον ενάγοντα | jugement donnant gain de cause au demandeur |
διοικητική απόφαση παράλειψης | décision administrative de carence |
διυπουργική απόφαση | arrêté interministériel |
εάν απόφαση...καθίσταται δεσμευτική...μόνο μετά την εκπλήρωση συνταγματικών απαιτήσεων... | si une décision ne peut devenir contraignante qu'après l'accomplissement de certaines procédures prévues par sa constitution |
ειδική απόφαση | arrêté particulier |
ειδική απόφαση | arrêté individuel |
ειδική απόφαση του Πρωτοδικείου | décision spéciale du Tribunal |
εκδικάζω απόφαση | connaître d'un jugement |
εκδικάζω απόφαση σε σύντομο χρόνο | statuer à bref délai |
εκτελεστή απόφαση | poursuites judiciaires |
εκτελεστή απόφαση | décision exécutoire |
εκτελεστή απόφαση κατά της οποίας μπορεί ακόμη να ασκηθούν μέσα | décision exécutoire mais encore susceptible d'une voie de recours |
εκτελεστική απόφαση | jugement exécutoire |
ενιαία απόφαση | décision unique |
εξαφανίζω μια δικαστική απόφαση | censurer |
επικαλούμαι δικαστική απόφαση έναντι οποιουδήποτε ενδιαφερομένου | se prévaloir d'une décision judiciaire auprès de tout intéressé |
ερήμην απόφαση | jugement par défaut |
η απόφαση έχει προσωρινό χαρακτήρα | l'ordonnance n'a qu'un caractère provisoire |
η απόφαση αποκτά ισχύ | l'arrêt a force obligatoire |
η απόφαση αποτελεί τίτλο εκτελεστό | la décision forme titre exécutoire |
η απόφαση δεν έχει διορθωθεί | ne pas faire droit au recours |
η απόφαση δεν δικαιώνει κάποιον | la décision ne fait pas droit aux prétentions de quelqu'un |
η απόφαση δεν τον δικαιώνει | ne pas faire droit à ses prétentions |
η απόφαση είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της για τους αποδέκτες που ορίζει | la décision est obligatoire dans tous ses éléments pour les destinataires qu'elle désigne |
η απόφαση ουδόλως προδικάζει την απόφαση του δικαστηρίου επί της κυρίας υποθέσεως | l'ordonnance ne préjuge en rien la décision de la Cour statuant au principal |
η απόφαση πρέπει να αναιρεθεί | encourir la censure |
η απόφαση του Δικαστηρίου | l'arrêt de la Cour de justice |
η απόφαση υπόκειται σε ανακοπή | l'arrêt est susceptible d'opposition |
η δεχομένη την προσφυγή απόφαση | conclusion positive du recours |
η διετής προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη οριστική η απόφαση που ελήφθη κατά τον τελευταίο βαθμό δικαιοδοσίας | le délai de deux ans commence à courir à la date à laquelle la décision prise en dernière instance est devenue définitive |
Η παρούσα απόφαση εφαρμόζεται σύμφωνα με τις Συνθήκες. | La présente décision s'applique conformément aux traités. |
η σιωπηρά αρνητική απόφαση που θεωρείται ότι προκύπτει από τη σιωπή αυτή | la décision implicite de refus qui est réputée résulter de ce silence |
θάνατος που βεβαιώθηκε με δικαστική απόφαση | décès déclaré par jugement |
θεμελιώδης απόφαση | jugement de doctrine |
θεμελιώδης δικαστική απόφαση | arrêt de principe |
θεμελιώδης δικαστική απόφαση | décision jurisprudentielle |
θεμελιώδης δικαστική απόφαση | arrêt de doctrine |
θετική απόφαση | jugement positif |
κανονιστική απόφαση | arrêté réglementaireL |
καταδικαστική απόφαση | sentence de condamnation |
καταδικαστική απόφαση | décision de condamnation |
καταδικαστική απόφαση/καταδίκη | arrêt |
καταδικαστική ποινική απόφαση | condamnation pénale |
κοινή υπουργική απόφαση | arrêté ministériel commun |
λύση με απόφαση της γενικής συνέλευσης | dissolution de l'assemblée générale |
λύση με απόφαση του δικαστηρίου του τόπου της έδρας του ΕΣ | dissolution par le tribunal du lieu du siège de l'AE |
λύση με δικαστική απόφαση | dissolution judiciaire |
μεταρρυθμίζω απόφαση | réformer une décision |
νομικό ζήτημα που επιλύεται με απόφαση του Δικαστηρίου | point de droit tranché par décision de la Cour |
ο αντίδικος εκτελεί εκούσια την απόφαση | la partie adverse exécute volontairement le jugement |
οριστική απόφαση | décision passée en force de chose jugée |
οριστική απόφαση απορρίψεως | décision finale de rejet |
οριστική καταδικαστική απόφαση | condamnation définitive |
παραπεμπτική δικαστική απόφαση | décision de renvoi |
παραπομπή για προδικαστική απόφαση | renvoi pour décision préjudicielle |
παραχώρηση με δικαστική απόφαση | vente par autorité de justice |
παραχώρηση με δικαστική απόφαση | vente judiciaire |
πρέπει να ληφθεί απόφαση stay | une décision de stay doit être prise |
προδικαστική απόφαση | décision pré-sentencielle |
προδικαστική απόφαση | décision à titre préjudiciel |
προδικαστική απόφαση | décision préjudicielle |
προδικαστική απόφαση | décision avant-dire-droit |
προδικαστική απόφαση των δικαστηρίων | décision avant dire droit des tribunaux |
προσβάλλω την απόφαση | attaquer l'arrêt |
η προσβαλλόμενη απόφαση | décision attaquée |
προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής Διαιτησίας | décision du comité d'arbitrage attaquée |
προσωρινώς εκτελεστή απόφαση | décision exécutoire par provision |
σιωπηρή απόφαση | décision implicite de rejet |
σιωπηρή αρνητική απόφαση | décision implicite de refus |
στρατηγική απόφαση | décision stratégique |
συμπληρωματική απόφαση | sentence additionnelle |
τελεσίδικη απόφαση | ayant obtenu la force de la chose jugée |
τελεσίδικη απόφαση | décision passée en force de chose jugée |
τμήμα που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση | instance qui a pris la décision attaquée |
το διαιτητικό όργανο εκδίδει την απόφασή του | l'instance d'arbitrage rend sa sentence |
το δικαστήριο εκδίδει απόφαση διαλύσεως μιας εταιρείας | le juge prononce la dissolution d'une société |
υπακούω στην απόφαση για πραγματοποίηση απεργίας | observer la grève |
υπουργική απόφαση | arrêté ministériel |