Subject | Greek | French |
polit., law | αιτιολογημένες αποφάσεις του γενικού εισαγγελέα | conclusions de l'avocat général |
econ. | αποφάσεις για μισθολογικές αυξήσεις | augmentation de salaire |
busin., labor.org. | αποφάσεις επί αντιδικίας | décisions intervenant dans un litige |
IT, tech. | αποφάσεις που έλαβε | les décisions prises |
gen. | αποφάσεις που αφορούν άμεσα και ατομικά ένα πρόσωπο | une décision qui concerne une personne directement et individuellement |
law | αποφάσεις που συνεπάγονται υποχρέωση παραδόσεως | décisions comportant obligation de livrer |
patents. | αποφάσεις που υπόκεινται σε προσφυγή | décision susceptible de recours |
fin. | αποφάσεις, συστάσεις, γνώμες | décisions, recommandations, avis |
law | αποφάσεις του Πρωτοδικείου που επιλύουν εν μέρει τη διαφορά ως προς την ουσία | décisions du Tribunal tranchant partiellement le litige de fond |
law | αποφαίνομαι με προδικαστικές αποφάσεις | statuer à titre préjudiciel |
environ. | διαγραμμισμός/αποφάσεις σύνολο | jugement |
environ. | διαγραμμισμός/αποφάσεις σύνολο | décision juridique |
law | δικαστικές αποφάσεις ασυμβίβαστες μεταξύ τους | décisions incompatibles entre elles que ne soient rendues dans des Etats contractants des décisions judiciaires incompatibles entre elles |
law | δικαστικές αποφάσεις που καταχωρίζουν διαιτητικές αποφάσεις | les décisions judiciaires qui enregistrent des sentences arbitrales |
law, proced.law. | δικαστικές και εξώδικες αποφάσεις σε αστικές υποθέσεις | décisions judiciaires et extrajudiciaires en matière civile |
law | εκδίδουν κανονισμούς και λαμβάνουν αποφάσεις | arrêter des directives et prendre des décisions |
econ. | επιφέρει διορθώσεις στις αποφάσεις αν δεν ανταποκρίνονται προς τα κριτήρια | rectifier les décisions si elles ne sont pas conformes aux critères |
law | ερήμην αποφάσεις και ανακοπή ερημοδικίας | arrêts par défaut et opposition |
law | ευθύνη για μη συμμόρφωση της διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις | responsabilité des organes administratifs née de la non-conformité aux décisions juridictionnelles |
law | κανονισμοί,οδηγίες και αποφάσεις που εκδίδονται από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο | les règlements,les directives et les décisions adoptés conjointement par le Parlement européen et le Conseil |
law | καταργώ αποφάσεις | abroger une décision |
law, fin. | κατευθυντήριες γραμμές και αναγκαίες αποφάσεις για την εκπλήρωση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στο ΕΣΚΤ | orientations et décisions nécessaires à l'accomplissement des missions confiées au SEBC |
econ. | κυβερνητικές αποφάσεις | décisions gouvernementales |
construct., law | Λευκή βίβλος σχετικά µε την ανταλλαγή πληροφοριών για τις ποινικές καταδικαστικές αποφάσεις και τα αποτελέσµατα που παράγουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση | Livre blanc relatif à l'échange d'informations sur les condamnations pénales et à l'effet de celles-ci dans l'Union européenne |
patents. | οι αποφάσεις αιτιολογούνται | les décisions sont motivées |
polit., law | οι αποφάσεις απαγγέλλονται σε δημόσια συνεδρίαση | les arrêts sont lus en séance publique |
gen. | οι αποφάσεις αποκτούν ενέργεια με την κοινοποίησή τους | les décisions prennent effet par cette notification |
law, patents. | οι αποφάσεις αποτελούν τίτλο εκτελεστό | la décision forme titre exécutoire |
patents. | οι αποφάσεις καθίστανται εκτελέσιμοι | les décisions deviennent exécutoires |
polit. | Οι αποφάσεις που εκδίδει το Πρωτοδικείο ... μπορούν κατ' εξαίρεση να επανεξετάζονται από το Δικαστήριο | Les décisions rendues par le Tribunal de première instance ... peuvent exceptionnellement faire l'objet d'un réexamen par la Cour de justice |
patents. | οι αποφάσεις που υπόκεινται σε προσφυγή | les décisions contre lesquelles un recours est ouvert |
ed. | οι αποφάσεις της εξεταστικής επιτροπής είναι κυριάρχες | les décisions du jury sont souveraines |
ed. | οι αποφάσεις της εξεταστικής επιτροπής είναι τελεσίδικες | les décisions du jury sont souveraines |
patents. | οι αποφάσεις της Συνέλευσης καθίστανται εκτελεσταί | les décisions de l'Assemblée deviennent exécutoires |
law | οι αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι εκτελεστές | les arrêts de la Cour de justice ont force exécutoire |
gen. | οι αποφάσεις του Συμβουλίου σχετικά με... | les délibérations du Conseil relatives à... |
patents. | οι αποφάσεις υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον των δικαστηρίων | les décisions sont susceptibles de recours devant les tribunaux |
law | οι κανονισμοί, οι οδηγίες και οι αποφάσεις που εκδίδονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο | les règlements, les directives et les décisions adoptés conjointement par le Parlement européen et le Conseil |
law | οι οριστικές αποφάσεις έχουν ισχύ δεδικασμένου | les décisions définitives ont force de chose jugée |
law | οριστικές αποφάσεις του Πρωτοδικείου | décisions du Tribunal mettant fin à l'instance |
gen. | πολιτικός υπεύθυνος για τις αποφάσεις | décideur politique |
environ. | πράξεις/αποφάσεις | lois |
environ. | πράξεις/αποφάσεις | actes |
fin., IT | Πράξη του Συμβουλίου,της 29ης Νοεμβρίου 1996,για την κατάρτιση,βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαïκή'Ενωση,του πρωτοκόλλου σχετικά με την ερμηνεία της σύμβασης για τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα από το Δικαστήριο των Ευρωπαïκών Κοινοτήτων με προδικαστικές αποφάσεις | Convention sur l'emploi de l'informatique dans le domaine des douanes |
fin. | Πρωτόκολλο, καταρτιζόμενο βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, σχετικά με την ερμηνεία της Σύμβασης για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με προδικαστικές αποφάσεις | Protocole, établi sur la base de l'article K.3 du traité sur l'Union européenne, concernant l'interprétation, à titre préjudiciel, par la Cour de justice des Communautés européennes de la convention relative à la protection des intérêts financiers des Communautés européennes |
law | συμφωνίες,αποφάσεις και κάθε εναρμονισμένη πρακτική | accords,décisions et pratiques concertées |
econ. | Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και τις αλλοδαπές αποφάσεις που εκδίδονται επί αστικών και εμπορικών διαφορών | Convention sur la compétence et les jugements étrangers en matière civile et commerciale |
transp. | Σύμβαση καταρτιζόμενη βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, σχετικά με τις αποφάσεις έκπτωσης από το δικαίωμα οδήγησης | Convention établie sur la base de l'article K.3 du traité sur l'Union européenne, relative aux décisions de déchéance du droit de conduire |
transp. | Σύμβαση καταρτιζόμενη βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, σχετικά με τις αποφάσεις έκπτωσης από το δικαίωμα οδήγησης | convention relative aux décisions de déchéance du droit de conduire |
patents. | Το Γραφείο κοινοποιεί αυτεπάγγελτα ... όλες τις αποφάσεις και κλητεύσεις για ε μφάνιση ενώπιόν του, καθώς και τις γνωστοποιήσεις που αποτελούν αφετηρία προθεσμ ών ... | L'Office notifie d'office aux personnes concernées toutes les décisions et citations à comparaître ainsi que toutes communications qui font courir un délai.... |
law | το Δικαστήριο αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις | la Cour de justice est compétente pour statuer à titre préjudiciel |
law | το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας | la Cour de justice est compétente pour statuer en vertu d'une clause compromissoire |
law | υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας | obligation de l'Administration de se conformer aux décisions de justice |
econ. | όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων | toutes décisions d'associations d'entreprises |
gen. | όσοι λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις | décideur politique |