DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Chemistry containing άκρο | all forms
GreekFrench
άκρο του κυλίνδρουextrémité de la table
αμβλυμένο άκροbord chanfreiné
αμβλυμένο άκροextrémité affranchie
αναδιπλωμένο άκροbord roulé
αναδιπλωμένο άκροcordon
αναδιπλωμένο άκροbaguette
βιδωμένο άκροembout vissé
βιδωτό άκροembout vissé
γεγλυμένο άκροbord taillé
διαβρωμένο άκροbord rodé
διαχωριστικό άκροarête de séparation
εξισωμένο άκροextrémité égalisée
επίπεδο άκροbout uni
λαξευμένο άκροbord biseauté
πλακίδιο με στρογγυλεμένο άκροcarreau à bord rond
ραβδωτό άκροbord mouluré
στρογγυλεμένο άκροbord arrondi
στρογγυλεμένο άκροà un bord rond
σωλήνας με στορέα και αναδιπλωμένο άκροtuyau à emboîtement et cordon
υάλινη σπάτουλα με κεκκαμένο άκροspatule de verre à bout courbé
υπερκρεμάμενο άκρο γερανογέφυραςavant-bec