DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing Απασχόληση | all forms
GreekFrench
έκτακτη απασχόλησηactivité extérieure
ανάκαμψη χωρίς απασχόλησηcroissance sans emploi
ανάκαμψη χωρίς απασχόλησηcroissance sans création d'emplois
ανανεωμένη στρατηγική της Λισσαβώνας για την ανάπτυξη και την απασχόλησηstratégie de Lisbonne renouvelée
ανανεωμένη στρατηγική της Λισσαβώνας για την ανάπτυξη και την απασχόλησηstratégie de Lisbonne renouvelée pour la croissance et l'emploi
ανεξάρτητη απασχόλησηactivité indépendante
διπλή απασχόλησηdouble occupation
Δράση: Επενδύσεις-Ανάπτυξη-ΑπασχόλησηAction-Investissement-Développement-Emploi
εθνικό σχέδιο δράσης για την απασχόλησηplan d'action national pour l'emploi
εθνικό σχέδιο δράσης για την απασχόλησηplan d'action national
ενισχύσεις για την απασχόλησηaide à l'emploi
ευνοϊκός για την απασχόλησηfavorable à l'emploi
ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόλησηstratégie européenne pour l'emploi
Κοινή Έκθεση για την ΑπασχόλησηRapport conjoint sur l'emploi
κοινοτική στρατηγική συνεργασίας για την ανάπτυξη και την απασχόλησηstratégie communautaire de coopération pour la croissance et l'emploi
λαθραία απασχόλησηtravail au noir
μερική απασχόληση στη γεωργίαagriculture à temps partiel
ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη και την απασχόλησηlignes directrices intégrées
ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη και την απασχόλησηlignes directrices intégrées pour la croissance et l'emploi
πλήρης απασχόλησηplein-emploi
Πρόγραμμα της Λισσαβώνας για την ανάπτυξη και την απασχόλησηprogramme de Lisbonne pour la croissance et l'emploi
Πρόγραμμα υποστήριξης πρωτοβουλιών για την απασχόλησηProgramme de soutien à la création d'emploi
πρώτη απασχόλησηpremier emploi
συνολική απασχόλησηemploi total
συνολική απασχόληση; σύνολο απασχολουμένωνemploi total