Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Economy
containing
χρήστες
|
all forms
Greek
German
αξία σε τιμές αγοραστή των αγαθών που αποθεματοποιούνται από τους
χρήστες
Anschaffungswert der bei den Verwendern auf Lager genommenen Waren
αποθέματα που κρατούνται από τους
χρήστες
,τους χονδρέμπορους ή τους λιανοπωλητές
Vorräte bei den Verwendern oder beim Handel
μεταβολές των αναγκών
χρηστών
ή της διάρθρωσης της προσφοράς αγαθών
geänderte Anforderung der Verwender oder Änderungen im Angebot
Ομοσπονδία
Χρηστών
Αεροπορικών Μεταφορών στην Ευρώπη
Verband der Vertreter der Luftverkehrsnutzer in Europa
σύμφωνα με τα
χρηστά
συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία και το εμπόριο
gemäss den anständigen Gepflogenheiten in Gewerbe oder Handel
τμήμα του τιμολογούμενου ΦΠΑ το οποίο δεν είναι πληρωτέο από τους
χρήστες
Teil der in Rechnung gestellten Mehrwertsteuer,der nicht zu Lasten der Verwender der Güter geht
Get short URL