Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Azerbaijani
Bengali
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Persian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian
Serbian Latin
Spanish
Tatar
Vietnamese
Terms
for subject
Law
containing
ομάδα
|
all forms
Greek
German
διευθύνουσα
ομάδα
ΙΙ
Lenkungsgruppe II
διυπηρεσιακή ειδική
ομάδα
για λεπτομερείς στατιστικές τιμών.
dienststellenübergreifende Taskforce für detaillierte Preisstatistiken
διυπηρεσιακή ειδική
ομάδα
για λεπτομερείς στατιστικές τιμών.
dienststellenübergreifende Taskforce "detaillierte Preisstatistiken"
ειδική
ομάδα
αστυνομίας
Spezialgruppe Polizei
ειδική
ομάδα
χρηματοοικονομικής δράσης
Task Force "Finanzielle Maßnahmen gegen die Geldwäsche"
επαγγελματική
ομάδα
Fachgruppe
επαγγελματική
ομάδα
Berufsgruppe
Ευρωπαϊκή
Ομάδα
Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου
Europäische Gruppe für Internationales Privatrecht
κεφαλαία διακριτικά γράμματα του κράτους μέλους;
ομάδα
διακριτικών γραμμάτων του κράτους μέλους
Kennzeichen des Mitgliedstaats
κεφαλαία διακριτικά γράμματα του κράτους μέλους;
ομάδα
διακριτικών γραμμάτων του κράτους μέλους
Kennbuchstaben des Mitgliedstaats
κοινή ερευνητική
ομάδα
gemeinsame Ermittlungsgruppe
κοινή
ομάδα
έρευνας
gemeinsame Ermittlungsgruppe
κοινή
ομάδα
ερευνών
gemeinsame Ermittlungsgruppe
μεμονωμένη
ομάδα
προϊόντων
einzelne Produktgruppen
Νομική Συμβουλευτική
Ομάδα
Rechtsbeirat
Ομάδα
"Αστυνομία και δικαιοσύνη"
Gruppe "Polizei und Justiz"
ομάδα
διάσωσης
Rettungskolonne
Ομάδα
Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Δράσης
Task Force "Finanzielle Maßnahmen gegen die Geldwäsche"
ομάδα
δικαιοπαρόχων
Franchisenehmerverband
ομάδα
"δικαστική συνεργασία σε θέματα αστικού δικαίου"
Arbeitsgruppe "Rechtliche Zusammenarbeit"
ομάδα
δικαστικής συνεργασίας
Gruppe Zusammenarbeit in Rechtsfragen
Ομάδα
δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις
Gruppe "Justizielle Zusammenarbeit - Zivilrecht"
ομάδα
διώξεως ναρκωτικών της Αστυνομίας
Rauschgiftdezernate der Polizei
ομάδα
δοκιμής διείσδυσης
Penetrationsysteam
ομάδα
δοκιμής διείσδυσης
Eindringungstruppe
ομάδα
εμπειρογνωμόνων για τα ναρκωτικά
Expertengruppe für Drogenfragen
ομάδα
εμπειρογνωμόνων του προενταξιακού συμφώνου
Sachverständigengruppe "Vorbeitrittsvereinbarung"
ομάδα
εργασίας
Arbeitsgemeinschaft
Ομάδα
εργασίας για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού
Arbeitsgruppe für die Durchführung der Wettbewerbsvorschriften
Ομάδα
Εργασίας "Νομική"
Arbeitsgruppe "Recht"
Ομάδα
Εργασίας "Πολιτική/Νομική"
Arbeitsgruppe "Politik/Recht"
ομάδα
καταστημάτων με ενιαία επωνυμία
freiwillige Ketten
ομάδα
καταστημάτων με ενιαία επωνυμία
Freiwillige Ketten
ομάδα
μειοψηφίας
Minorität
ομάδα
μειοψηφίας
Minderheit
Ομάδα
ad hoc "Μετανάστευση"
Ad-hoc-Gruppe "Einwanderung"
ομάδα
"Νομική Πληροφορική"
Gruppe Rechtsinformatik
Ομάδα
παρατηρητών για νομικά θέματα
Beobachtungsgremium für Rechtsfragen
ομάδα
προσώπων
Körperschaft
Ομάδα
"Πρόληψη κρίσεων"
Gruppe für Konfliktverhütung
ομάδα
συμβαλλομένων μερών
Vertragsparteiengruppe
ομάδα
συμφερόντων
Pressure-group
ομάδα
συντονισμού για την καταπολέμηση των περιπτώσεων απάτης
Koordinierungseinheit zur Bekämpfung von Betrügereien
ομάδα
συντονιστών "Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων"
Gruppe der Koordinatoren "Freizügigkeit"
ομάδα
σχεδιασμού της ΔΕΕ
WEU-Planungsstab
Ομάδα
Mandelkern σχετικά με τη διοικητική απλούστευση
Mandelkern-Gruppe für bessere Rechtsetzung
Ομάδα
Mandelkern σχετικά με τη διοικητική απλούστευση
Mandelkern-Gruppe
ομάδα
υψηλού επιπέδου κατά της οργανωμένης εγκληματικότητας
Hochrangige Gruppe "Organisierte Kriminalität"
πολυεπιστημονική
ομάδα
εργασίας για το οργανωμένο έγκλημα
Multidisziplinäre Gruppe "Organisierte Kriminalität"
πολυτομεακή
ομάδα
για το οργανωμένο έγκλημα
Multidisziplinäre Gruppe "Organisierte Kriminalität"
Συμβουλευτική
Ομάδα
Ανωτέρων Υπαλλήλων
Beratungsgruppe hoher Beamter
τρομοκρατική
ομάδα
terroristische Gruppierung
Get short URL