DictionaryForumContacts

   Greek Italian
Terms for subject Medical containing στην | all forms | exact matches only
GreekItalian
αναφερόμενος στην επιδιδυμίδαdell'epididimo
αναφερόμενος στην επιδιδυμίδαepididimale
αναφερόμενος στην κίρρωσηcirrotico
αναφερόμενος στην ούρησηminzionale
αντίσταση στην ινσουλίνηinsulinoresistenza
δυσχέρεια στην ούρησηstranguria
ευαίσθητος στην πίεσηsensibile alla pressione
ευαισθησία στην αφιδικολίνηsensibilità all'afidicolina
ομοιάζων στην ινσουλίνηsimile all'insulina
περιοχή ελέγχου της σύνδεσης στην άτρακτοregione di attacco al fuso
περιοχή ελέγχου της σύνδεσης στην άτρακτοpunto di controllo dell'attacco al fuso
προσδιορισμός της αλλαγής στην κινητικότητα του DNAsaggio del gel-shift
προσδιορισμός της αλλαγής στην κινητικότητα του DNAEMSA
προσδιορισμός της αλλαγής στην κινητικότητα του DNAsaggio di diminuzione della mobilità elettroforetica
προσδιορισμός της αλλαγής στην κινητικότητα του DNAsaggio del band-shift
σημείο ελέγχου της σύνδεσης στην άτρακτοregione di attacco al fuso
σημείο ελέγχου της σύνδεσης στην άτρακτοpunto di controllo dell'attacco al fuso
υποδοχέας συνδεμένος στην πρωτεΐνη Grecettore accoppiato a proteina G