DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Life sciences containing ύψος | all forms
GreekDanish
αστρικό ύψοςstjernehøjde
γεωδυναμικό ύψοςgeopotentiel højde
ελεύθερο ύψοςgennemkørselshøjde
ελεύθερον ύψος κανονικής λειτουργίαςdriftsfrihøjde
ετήσιο ύψος ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτωνårlig nedbørsmængde
κατανομή των θερμοκρασιών καθ'ύψοςvertikal temperaturfordeling
μετεωρολογικός χάρτης σε ύψοςhøjtvejrskort
ολικόν ελεύθερον ύψοςtotal frihøjde
ολικόν ύψος αναρροφήσεωςtotal sugehøjde
ολικόν ύψος αντλήσεωςtotal løftehøjde
ορατόν ύψος δένδρουsynlig træhøjde
οριακό ύψος παλίρροιαςtidevandsgrænse i vandløb
παράλλαξη σε ύψοςhøjdeparallakse
πραγματικό ύψος καπνοδόχουeffektiv skorstenshøjde
πρόσθετον ελεύθερον ύψοςtillægsfrihøjde
ύψος άλματοςspringhøjde
ύψος ακρωμίουhøjde over skuldrene
ύψος απορροήςafstrømningshøjde
ύψος βάσεως νέφουςskyhøjde
ύψος βροχήςnedbørmængde
ύψος οργάνουinstrumenthøjde
ύψος πάνω απο το επίπεδο της θάλασσαςhøjde over havet
ύψος πίεσηςbarometrisk højde
ύψος σταθερού υψομετρικού σημείου ως προς ένα επίπεδο αναφοράςhøjde af et fikspunkt over nul-niveau
ύψος τάσεωςtension i en vandsøjle
ύψος του ηλίουsolhøjde
ύψος των νεφώνskyetage
ύψος χιονιούsnedybde
ύψος χιόνοςκαθ.snedybde