Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Terms
for subject
Mechanic engineering
containing
μεγάλης
|
all forms
Greek
Danish
γεννήτρια
μεγάλης
ταχύτητας
supervindrose
δράπανο
μεγάλης
ακριβείας
præcisionsboremaskine
δράπανο
μεγάλης
ακριβείας ρυθμιζόμενου κέντρου οπών μέσω συντεταγμένων
læreboremaskine
καμπύλη
μεγάλης
ακτίνας
rørbøjning
καυστήρας οξυγονοκόλλησης για
μεγάλης
έκτασης συγκολλήσεις
svejsebrænder til svære arbejder
κινητήρας
μεγάλης
ισχύος
motor til tungt arbejde
κινητήρας
μεγάλης
ταχύτητας
hurtigtgående motor
κώνος
μεγάλης
κωνικότητας
stejl konus
συμπιεστής
μεγάλης
ισχύος
højtrykskompressor
σωλήνας καλωδίου
μεγάλης
διατομής
tykvægget rør
τρυπάνι
μεγάλης
γωνίας ελίκωσης για διάτρηση ξύλου
træbor
Get short URL