DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing όργανα | all forms
GreekPortuguese
αν δεν υπάρξει έγκριση εκ μέρους ενός από τα δύο όργανα,θεωρείται ότι η προτεινόμενη πράξη δεν εγκρίθηκεse uma das duas Instituições não aprovar o ato proposto, considera-se que este não foi adotado
δημόσια όργαναautoridade pública
δημόσια όργαναautoridade
διευθυντικά και εποπτικά όργαναórgãos de direção e fiscalização
δικαιοδοτικά και οιονεί δικαιοδοτικά όργαναorganismos jurisdicionais e quase-jurisdicionais
εξουσία της Κοινότητας ή ενός από τα όργανά της να συνάπτουν συμφωνίεςcompetência da Comunidade ou de uma das suas Instituições para concluir um acordo
θεσμικά όργανα των Κοινοτήτωνinstituições das Comunidades
κοινοτικά όργανα και οργανισμοίInstituições ou organismos da Comunidade
κρατικά όργαναautoridades estatais
οι διαφορές επιλύονται από τα αρμόδια εθνικά δικαιοδοτικά όργαναos litígios são decididos pelos órgãos jurisdicionais nacionais competentes
περιστατικό που διαπράττεται στο εσωτερικό των κτιρίων που καταλαμβάνουν τα κοινοτικά όργαναato cometido no interior das instalações das instituições comunitárias
Πρωτόκολλο σχετικά με τα όργανα ενόψει της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής 'ΕνωσηςProtocolo relativo às Instituições na Perspectiva do Alargamento da União Europeia
Σχέσεις με τα άλλα θεσμικά όργανα και τις εθνικές ΟΚΕRelações Interinstitucionais e com os CES Nacionais
τα όργανα των εταιρειών ή των νομικών προσώπωνórgãos das sociedades ou pessoas jurídicas
όργανα λήψεως αποφάσεωνórgão de decisão
όργανα λήψης αποφάσεων της ΕΚΤórgãos de decisão do BCE