Subject | Greek | Portuguese |
gen. | γενική πρόταση | proposta de conjunto |
gen. | εγκρίνω πρόταση τροποποίησης | aprovar uma proposta de modificação |
gen. | εγκρίνω πρόταση τροποποίησης | aprovar uma alteração |
gen. | εγκρίνω πρόταση ψηφίσματος | aprovar uma proposta de resolução |
gen. | ειδική πρόταση | proposta específica |
fin. | ελλείψει απορριπτικής αποφάσεως,η πρόταση τροπολογίας γίνεται δεκτή | na falta de uma decisão de rejeição,a proposta de modificação será aceite |
polit. | εναλλακτική πρόταση ψηφίσματος | proposta de resolução alternativa |
law | επανεξετασθείσα πρόταση | proposta reexaminada |
fin. | επιτροπή επιφορτισμένη με τη μελέτη και την πρόταση συγκεκριμένων σταδίων που θα οδηγήσουν στην οικονομική και νομισματική ένωση | Comité Delors |
fin. | επιτροπή επιφορτισμένη με τη μελέτη και την πρόταση συγκεκριμένων σταδίων που θα οδηγήσουν στην οικονομική και νομισματική ένωση | Comité encarregue de estudar e propor etapas concretas que conduzam à união económica e monetária |
fin. | επιτροπή επιφορτισμένη με τη μελέτη και την πρόταση συγκεκριμένων σταδίων που θα οδηγήσουν στην οικονομική και νομισματική ένωση | Comissão de Estudo da Criação da União Monetária |
gen. | η Eπιτροπή δύναται να τροποποιήσει την αρχική της πρόταση | a Comissão pode modificar a sua proposta inicial |
environ. | κανονιστική πρόταση | proposta normativa |
IT | κενή πρόταση | cláusula vazia |
polit. | κοινή πρόταση ψηφίσματος | proposta de resolução comum |
polit. | μη νομοθετική πρόταση ψηφίσματος | proposta de resolução não legislativa |
polit., law | νομοθετική πρόταση | proposta legislativa |
gen. | ολοκληρωμένη πρόταση για τη ρύθμιση του καθεστώτος του Κοσσυφοπεδίου | Proposta Global para um Acordo sobre o Estatuto do Kosovo |
gen. | πλήρης οργανωτική πρόταση-πλαίσιο | proposta orgânica exaustiva |
IT, dat.proc. | πρόταση ένδειξης του τύπου της τιμής | declaração do tipo de valor |
fin. | πρόταση ακυρώσεως | proposta de anulação |
fin. | πρόταση ανάληψης | proposta de autorização de despesa |
fin. | πρόταση ανάληψης | proposta de autorização |
fin. | πρόταση ανάληψης δαπανών | proposta de autorização de despesa |
law | πρόταση αναδιατύπωσης | proposta de reformulação |
fin. | πρόταση αναλήψεως | proposta de autorização de despesas |
fin. | πρόταση αναλήψεως | proposta de autorização de despesa |
fin. | πρόταση αναλήψεως | proposta de autorização |
fin. | πρόταση αναλήψεως δαπανών | proposta de autorização de despesas |
fin. | πρόταση αναλήψεως δαπανών | proposta de autorização |
Braz., comp., MS | πρόταση αντιστοίχισης | instrução de atribuição |
comp., MS | πρόταση αντιστοίχισης | declaração de atribuição |
polit. | πρόταση απόρριψης | proposta de rejeição |
UN | πρόταση για μη δράση | moção de não-acção |
gen. | πρόταση για ονομασία ποικιλίας | Proposta de denominação varietal |
law, market. | πρόταση για παράταση | moratória |
law | πρόταση για την ονομασία της ποικιλίας | proposta de denominação da variedade |
IT | Πρόταση δεδομένων | instrução de dados |
econ., fin. | πρόταση δημοσιονομικού κανονισμού της χρηματοδοτικής συνεργασίας για την ανάπτυξη στο πλαίσιο της τέταρτης σύμβασης της Λομέ | Proposta de regulamento financeiro aplicável à cooperação financeira para o desenvolvimento no âmbito da Quarta Convenção de Lomé |
IT | πρόταση διαδικασίας | declaração de procedimento |
chem. | πρόταση δοκιμής | proposta de ensaio |
polit. | πρόταση δυσπιστίας | moção de censura |
Braz., comp., MS | πρόταση ενέργειας | instrução de ação |
Braz., comp., MS | πρόταση ενέργειας | instrução ativa |
comp., MS | πρόταση ενέργειας | declaração de ação |
chem. | πρόταση εναρμονισμένης ταξινόμησης και επισήμανσης | proposta de CRH |
IT, dat.proc. | πρόταση επιλογής του τύπου της τιμής | declaração do tipo de valor |
transp., mater.sc. | πρόταση επισκευής | solução de reparação |
Braz., comp., MS | πρόταση εργασίας | declaração de trabalho |
comp., MS | πρόταση εργασίας | descrição do trabalho |
energ.ind. | πρόταση "ευρύτερου ανοίγματος" | proposta Wider Window |
law | πρόταση κατάρτισης σύμβασης | proposta de contrato |
law | πρόταση κατάρτισης σύμβασης | oferta de contrato |
gen. | πρόταση κατακύρωσης της σύμβασης | proposta de atribuição do contrato |
gen. | πρόταση κατακύρωσης της σύμβασης | proposta de adjudicação do contrato |
comp., MS | πρόταση κειμένου | sugestão de texto |
gen. | πρόταση κοινής δράσης | proposta de ação comum |
law | πρόταση μέλους γενικής συνέλευσης | moção |
fin. | πρόταση μεταφοράς | proposta de transferência |
econ. | πρόταση μομφής | moção de censura |
polit., law | πρόταση νομοθετικής πράξης | proposta legislativa |
law | πρόταση νόμου | projecto de lei parlamentar |
econ. | πρόταση νόμου | proposta de lei |
gen. | πρόταση νόμου | proposta de lei do governo |
crim.law., h.rghts.act., econ. | Πρόταση οδηγίας του ΕΚ και του Συμβουλίου για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών | Diretiva sobre a Proteção de Dados na Aplicação da Lei |
crim.law., h.rghts.act., econ. | Πρόταση οδηγίας του ΕΚ και του Συμβουλίου για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων, και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών | Diretiva do Parlamento Europeu e do Conselho relativa à proteção das pessoas singulares no que diz respeito ao tratamento de dados pessoais pelas autoridades competentes para efeitos de prevenção, investigação, deteção e repressão de infrações penais ou de execução de sanções penais, e à livre circulação desses dados |
h.rghts.act., IT | Πρόταση οδηγίας του ΕΚ και του Συμβουλίου σχετικά με μέτρα για την εξασφάλιση κοινού υψηλού επιπέδου ασφάλειας δικτύων και πληροφοριών σε ολόκληρη την Ένωση | Diretiva sobre a Cibersegurança |
h.rghts.act., IT | Πρόταση οδηγίας του ΕΚ και του Συμβουλίου σχετικά με μέτρα για την εξασφάλιση κοινού υψηλού επιπέδου ασφάλειας δικτύων και πληροφοριών σε ολόκληρη την Ένωση | Diretiva do Parlamento Europeu e do Conselho relativa a medidas destinadas a garantir um elevado nível comum de segurança das redes e da informação em toda a União |
gen. | πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί... | proposta de diretiva do Parlamento Europeu e do Conselho relativa a... |
gen. | πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με..... | proposta de diretiva do Parlamento Europeu e do Conselho relativa... |
Braz., comp., MS | πρόταση οράματος | declaração de visão |
environ. | πρόταση-πλαίσιο για το νερό | proposta-quadro relativa à água |
law | πρόταση που εκκρεμεί στον.... | proposta pendente no domínio... |
fin. | πρόταση προβλέψεως | proposta de previsão |
IT | πρόταση στόχος | enunciado do objetivo |
commun., transp., avia. | πρόταση σχεδίου εκχώρησης κωδικού ερωτηματοθέτησης | proposta de plano de atribuição de códigos de interrogador |
law | πρόταση σύναψης σύμβασης | proposta de contrato |
law | πρόταση σύναψης σύμβασης | oferta de contrato |
law, commer., fin. | πρόταση σύναψης σύμβασης | solicitação para contratar |
gen. | πρόταση σύνταξης | sugestão de ordem redacional |
law, med. | πρόταση της Επιτροπής | proposta da Comissão |
gen. | πρόταση της κυβερνήσεως | proposta do governo |
polit., law | πρόταση του προέδρου | proposta do presidente |
econ. | πρόταση τροποποίησης | proposta de modificação |
gen. | πρόταση χορήγησης βοήθειας | proposta de atribuição da ajuda |
IT | πρόταση Χορν | cláusulas de Horn |
polit. | πρόταση ψηφίσματος | proposta de resolução |
gen. | πρόταση ψηφίσματος για τη μη χορήγηση απαλλαγής | proposta de resolução que preveja a recusa de quitação |
gen. | συνολική πρόταση για τη διευθέτηση του καθεστώτος του Κοσσυφοπεδίου | Proposta Global para um Acordo sobre o Estatuto do Kosovo |
IT | σύνθετη πρόταση | instrução composta |
met. | τροποποιημένη πρόταση | proposta alterada |
gen. | τροποποιώ ουσιωδώς μια πρόταση | adulterar uma proposta |
gen. | ψήφισμα νομοθετικού περιεχομένου που περιέχει τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση για την έκδοση..... | Resolução legislativa que contém o parecer do Parlamento Europeu sobre a proposta da um a |