Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Italian
Latvian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian Latin
Spanish
Terms
for subject
Law
containing
πρόσβαση
|
all forms
Greek
Portuguese
αρχή για την
πρόσβαση
του κοινου
principio de publicidade
γενική
πρόσβαση
των επισκεπτών στους χώρους δοκιμαστικής καλλιέργειας
acesso geral à parcela de ensaio por parte de visitantes
εγγυημένη και έναντι τιμήματος
πρόσβαση
acesso garantido contra remuneração
ελεύθερη
πρόσβαση
σε κάθε μισθωτή δραστηριότητα της επιλογής του
livre acesso a qualquer atividade assalariada que pretenda exercer
Κώδικας συμπεριφοράς όσον αφορά την
πρόσβαση
του κοινού στα έγγραφα της Επιτροπής και του Συμβουλίου
Código de conduta em matéria de acesso do público aos documentos da Comissão e do Conselho
οδηγία για την
πρόσβαση
Diretiva Acesso
οδηγία για την
πρόσβαση
Diretiva relativa ao acesso e interligação de redes de comunicações eletrónicas e recursos conexos
οδηγία για την
πρόσβαση
Diretiva acesso
οδηγία σχετικά με την
πρόσβαση
σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους
Diretiva Acesso
οδηγία σχετικά με την
πρόσβαση
σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους
Diretiva relativa ao acesso e interligação de redes de comunicações eletrónicas e recursos conexos
οδηγία σχετικά με την
πρόσβαση
σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους
Diretiva acesso
πρόσβαση
στο φάκελο
acesso ao processo
πρόσβαση
στο φάκελο της Επιτροπής
acesso ao processo da Comissão
τέλος για την
πρόσβαση
στην τράπεζα δεδομένων του Γραφείου
importância a pagar para acesso ao banco de dados do Instituto
Get short URL