DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Insurance containing πρόγραµµα | all forms
GreekPortuguese
ατομικό πρόγραμμα συνταξιοδότησηςplano individual de reforma
ατομικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμαregime de reformas individuais
αυτοδιαχειριζόμενο συνταξιοδοτικό πρόγραμμαplano de pensões autogerido
αυτοχρηματοδοτούμενο πρόγραμμαplano de reforma não provisionado
πρόγραμμα αποχωρούντωνesquema de repartição
πρόγραμμα εγγύησης ενυπόθηκου δανείουplano de reembolso de hipoteca
πρόγραμμα εφάπαξ καταβολής κατά τη συνταξιοδότησηplano de pagamento em dinheiro
Πρόγραμμα χρηματοδότησης των εξαγωγώνPrograma de Financiamento das Exportações
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα διαχείρισης κεφαλαίουgestão de caucionamentos
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα μικτής χρηματοδότησηςregime de pensões híbrido
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα μικτής χρηματοδότησηςplano misto
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που οι παραχές του υπερβαίνουν το μέγιστο ποσό κρατικής σύνταξηςusufruir de um regime complementar
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που οι παροχές του υπολογίζονται αναλογικά των ετησίων αποδοχώνplano de tabela escalonada
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που οι παροχές του υπολογίζονται αναλογικά των ετησίων αποδοχώνplano com base na tabela dos salários
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που παρέχει τη δυνατότητα δανειοδότησης του ασφαλισμένουempréstimo sobre a apólice
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που πληρώνει το υπερβάλλον ενός ορισμένου ποσούfranquia
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα που συνάφθηκε με ασφαλιστική εταιρίαplano seguro
συνταξιοδοτικό πρόγραμμα του οποίου η πρόσοδος υπολογίζεται βάσει του τελευταίου συντάξιμου μισθούmodalidade do salário final
φοροαπαλλαγμένο συνταξιοδοτικό πρόγραμμαplano autorizado