DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Natural sciences containing νερό | all forms
GreekPortuguese
αποστειρωμένο απεσταγμένο νερόágua destilada esterilizada
εγκατάσταση που επιτρέπει τον εφοδιασμό σε αποκλειστικά πόσιμο νερόrede de distribuição de água potável
επεξεργασία των βολβών σε ζεστό νερόimersão dos gomos em água quente
καθαρό θαλάσσιο νερόágua do mar limpa
νερό αραιώσεωςágua de diluição
νερό για ζεμάτισμαágua do escaldão
περιεκτικότητα σε νερόteor de humidade
πλοίο το οποίο μετατρέπει σε πόσιμο το θαλασσινό νερόnavio destinado a tornar potável a água do mar
στίπος κορεσμένος με νερόpé saturado de água
συντελεστής κατανομής n-οκτανόλη/νερόcoeficiente de repartição n-octanol/água
συντελεστής κατανομής n-οκτανόλη/νερόcoeficiente de partição n-octanol/água
υπερκαθαρό νερόágua ultrapura
υπερχλωριωμένο νερόágua hiperclorada