Greek | Portuguese |
άρνησηεπαγγελματικής ένωσηςνα δεχθεί μια εταιρεία ως μέλος της | recusa de aceitar como membro uma sociedade |
έλεγχος σχετικά με το αν συνεχίζει να υφίσταται μια ποικιλία | verificação técnica da existência contínua da variedade |
έλλειψη διαφάνειας που μπορεί να δημιουργήσει μειονεκτήματα | falta de transparência com efeito penalizador |
έχω δικαίωμα εγγυήσεως να προτείνω κατά τρίτου | ter um direito de garantia invocável contra um terceiro |
έχω πλήρη δικαιοδοσία να αποφαίνομαι επί των διαφορών | ter competência de plena jurisdição para decidir sobre litígios |
έχω συμφέρον να παρέμβω στη διαδικασία | interesse em intervir |
έχω υποχρέωση να παρέχω πληροφορίες | sujeito à obrigação de prestar informação |
αναλαμβάνω την υποχρέωση να εξοφλώ με δόσεις | comprometer-se a pagar a prestações |
αξιώνω να αποκτήσω την ιδιότητα του συνδικαιούχου | exigir a cotitularidade do direito |
απαγορεύεται να μοιράζονται τις προμήθειες επί των πωλήσεων | proibir a partilha das comissões sobre as vendas |
απόφαση που απαγορεύει στον εναγόμενο να συνεχίσει τις πράξεις της απομίμησης | decisão proibindo-o de prosseguir os atos de contrafação |
απόφαση που απαγορεύει στον εναγόμενο να συνεχίσει τις πράξεις της παραποίησης | decisão proibindo-o de prosseguir os atos de contrafação |
απώλεια δικαιώματος λόγω παρόδου των προθεσμιών δεν δύναται να αντιταχθεί | o decurso de prazos não terá qualquer efeito jurídico prejudicial |
αρμοδιότητα να εκδικάζει σε πρώτο βαθμό | competência para conhecer em primeira instância |
αρνούμαι να καταθέσω,να ορκιστώ ή να προβώ στην επίσημη διαβεβαίωση που επέχει θέση όρκου | recusar depor, prestar juramento ou fazer a declaração solene que o substitua |
αρχίζει να ισχύει η συνθήκη | entrada em vigor do Tratado |
ασφαλιστής ο οποίος χωρίς να έχει κατοικία στην Κοινότητα διαθέτει στο χώρο της υποκατάστημα ή πρακτορείο | segurador que não tenha domicílio na Comunidade mas nela possua uma sucursal ou agência |
για να προαχθεί ο στόχος της παρούσας συνθήκης | para promover o objetivo do presente Tratado |
δέχομαι έναν όρο | aceitar uma condição |
δήλωση που να διευκρινίζει τους λόγους δημοσίου συμφέροντος | declaração indicando o interesse público envolvido |
Διάταξη που δεν χρειάζεται να αιτιολογηθεί | despacho não fundamentado |
διακριτικό σημείο που δύναται να συνιστά κοινοτικό σήμα | sinal suscetível de constituir uma marca comunitária |
διακόπτω την επαγγελματική μου δραστηριότητα για να αφοσιωθώ στην ανατροφή των παιδιών | interromper a sua atividade profissional para se consagrar à educação dos filhos |
διαμονή σ'έναν συγκεκριμένο τόπο | residência num lugar determinado |
διαμόρφωση εν καιρώ μιας κοινής αμυντικής πολιτικής,η οποία μπορεί,σε δεδομένη στιγμή,να οδηγήσει σε κοινή άμυνα | definição, a prazo, de uma política de defesa comum que poderá conduzir, no momento própio, a uma defesa comum |
δικαίωμα να ανακαλώ την αποκλειστικότητα | direito de pôr termo à exclusividade |
δικαίωμα να επιθεωρούν | direito de inspeção |
δικαίωμα να επικουρείται από νομικό παραστάτη | direito de ser assistido por um defensor |
δικαίωμα να σταματάω' δικαίωμα κρατήσεως | direito de reter |
δικαίωμα του δικαιούχου να ζητήσει τη μεταβίβαση επ'ονόματι του | direito de requerer a transmissão a seu favor |
δικαιούται να παρέμβει στη διαδικασία | o licenciado pode intervir na ação |
δικαστήριο κράτους μέλους που οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο | órgão jurisdicional obrigado a submeter a questão ao Tribunal de Justiça |
δικηγόρος ο οποίος δικαιούται να ασκεί δικηγορία στο έδαφος κράτους μέλους | advogado habilitado a exercer no território de um Estado-Membro |
δικηγόρος που ορίζεται για να εκπροσωπήσει τον ενδιαφερόμενο | advogado designado para assistir o interessado |
δυνατότητα του πρωτοδικείου να αποφαίνεται ως μονομελές | juiz singular |
είμαι αρμόδιος να προβαίνω σε ορισμένες ενέργειες | possuir competência nas suas atribuições |
είναι δυνατόν να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου των ΕΚ | cabe por sua vez recurso para o Tribunal de Justiça das CE |
εκτελεστή απόφαση κατά της οποίας μπορεί ακόμη να ασκηθούν μέσα | decisão executória ainda suscetível de recurso |
εμφανίζομαι ενώπιον του Δικαστηρίου εν συμβουλίω για να υποβάλω παρατηρήσεις | comparecer em conferência para apresentar alegações |
εξακολοθούν να διεκπεραιώνουν τις τρέχουσες υποθέσεις | eles continuarão a gerir os assuntos correntes |
εξουσία της Κοινότητας ή ενός από τα όργανά της να συνάπτουν συμφωνίες | competência da Comunidade ou de uma das suas Instituições para concluir um acordo |
επιφυλάσσομαι να εξετάσω την αίτηση μαζί με την ουσία της υποθέσεως | reservar a decisão para final |
εποχή κατά την οποία ο εργαζόμενος μπορεί να λάβει την άδειά του | época de férias |
ζημία που μπορεί να συμψηφιστεί με τα κέρδη | perda dedutível dos lucros |
η απόφαση πρέπει να αναιρεθεί | impugnar |
η θητεία τους διαρκεί τέσσερα έτη και δύναται να ανανεωθεί | o mandato tem a duração de quatro anos e é renovável |
η Kοινότης δύναται να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου | a Comunidade pode estar em juízo |
η Eπιτροπή δύναται να προβαίνει σε όλους τους αναγκαίους ελέγχους | a Comissão pode proceder a todas as verificações necessárias |
η Eπιτροπή ενημερώνεται εγκαίρως ώστε να δύναται να υποβάλει τις παρατηρήσεις της | para que possa apresentar as suas observações,deve a Comissão ser informada atempadamente |
η πράξη μπορεί να παραπεμφθεί ενώπιον της Επιτροπής | ato suscetível de ser submetido à Comissão |
η Συνέλευση δεν δύναται να αποφασίσει παρά μόνο με φανερή ψηφοφορία | a Assembleia só pode pronunciar-se por votação pública |
κάθε ευρωπαϊκό Kράτος δύναται να ζητήσει να προσχωρήσει στην παρούσα συνθήκη | qualquer Estado europeu pode pedir a sua adesão ao presente Tratado |
κάθε Kράτος μέλος δύναται να προσφύγει στο Δικαστήριο | qualquer Estado-membro pode recorrer ao Tribunal de Justiça |
καθήκον που έχει κάποιος να επιδεικνύει την αρμόζουσα προσοχή | dever de prudência |
κανένα Kράτος μέλος δεν υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες | nenhum Estado-membro é obrigado a fornecer informações |
κριτήριο που πρέπει να πληρείται ώστε η εφεύρεση να είναι επιδεκτική προστασίας | critério de patenteabilidade |
με την επίδοση δικαστικού εγγράφου αρχίζουν να τρέχουν οι προθεσμίες | a notificação de um ato judicial faz correr os prazos |
μόνον οι έχοντες την ιθαγένεια των Kρατών μελών δύνανται να... | só os nacionais dos Estados-Membros podem... |
ο κανονισμός πρέπει να αφορά ατομικά τον προσφεύγοντα | recorrente individualmente afetado por um regulamento |
ο Oργανισμός δεν δύναται να προβαίνει σε οποιαδήπτε διάκριση μεταξύ των καταναλωτών | a Agência não pode exercer qualquer discriminação entre os utilizadores |
οι διάδικοι δύνανται να απευθύνονται στο Δικαστήριο μόνο μέσω του πληρεξουσίου ή του δικηγόρου τους | as partes só podem litigiar por intermédio do seu representante ou advogado |
οι διατάξεις δύνανται να κηρυχθούν ανεφάρμοστες | as disposições podem ser declaradas inaplicáveis |
οι νομοθεσίες των διαφόρων Kρατών μελών δύνανται να εναρμονισθούν | as legislações dos diferentes Estados-membros podem ser harmonizadas |
ονομαστική αξία και τεχνικές προδιαγραφές όλων των κερμάτων που πρόκειται να κυκλοφορήσουν | denominações e especificações técnicas de todas as moedas metálicas destinadas à circulação |
παραιτούμαι από το δικαίωμα να υποβάλω απάντηση ή ανταπάντηση | renunciar ao direito de apresentar réplica ou tréplica |
παραλείπω να αποφασίσω | abster-se de pronunciar-se |
παύουν να ισχύουν | deixar de produzir efeitos |
περιστατικό που πρέπει να αποδειχθεί | facto a provar |
πρέπει να ληφθεί απόφαση stay | deve tomar-se uma decisão de stay |
πρακτική της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου να χρηματοδοτεί τις δανειακές της ανάγκες με την πώληση κρατικών ομολόγων στον ιδιωτικό τομέα | prática do Governo do Reino Unido de recorrer à colocação de dívida no setor privado para financiar os empréstimos que contrai |
προδήλως αναρμόδιο να επιληφθεί της προσφυγής | manifestamente incompetente para conhecer de um recurso |
προσβολή του κύρους που πρέπει να έχουν οι πράξεις των αρχών | ofensa ao princípio de que os atos fazem fé |
πρόσωπο που νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή | pessoa admitida a interpor recurso |
πρόσωπο που νομιμοποιείται να είναι διάδικος σε διαδικασία | pessoa admitida a serem parte no processo |
σήμα που θα μπορούσε να παραπλανήσει το κοινό | marca suscetível de enganar o público |
συμφωνία με την οποία δεσμεύονται να ενεργούν κατά τον ίδιο τρόπο | acordo nos termos do qual os acionistas minoritários se comprometem a atuar em comum |
συνεχίζω να εκδικάζω υποθέσεις τις οποίες έχουν ήδη επιληφθεί | continuar a conhecer de casos de que já estavam encarregados |
σύμβαση που αφορά τη διεθνή ρύθμιση για να αποτρέπονται οι προσαράξεις στη θάλασσα | convenção sobre os regulamentos internacionais para evitar abalroamentos no mar |
σύμβαση που αφορά τη διεθνή ρύθμιση για να αποτρέπονται οι προσαράξεις στη θάλασσα | Convenção sobre o Regulamento Internacional para Evitar Abalroamentos no Mar |
Σύμβαση που σκοπεύει να διευκολύνει την προσφυγή στη δικαι οσύνη σε διεθνές επίπεδο | Convenção tendente a facilitar o acesso internacional à justiça |
σύσταση που έχει ως στόχο να ρυθμίσει τη χρήση των προσωπικών δεδομένων από την αστυνομία | Recomendação que visa regulamentar a utilização de dados pessoais no setor da polícia |
τα μέρη δικαιούνται να αναπτύξουν προφορικώς τις θέσεις τους | la parte pode fazer alegações orais |
το έγγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει τα αιτήματα | do requerimento devem constar as conclusões |
το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει ρήτρας διαιτησίας | o Tribunal de Justiça é competente para decidir com fundamento em cláusula compromissória |
το ζήτημα αν συμβιβάζεται η συμφωνία που πρόκειται να συναφθεί με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΟΚ | compatibilidade do projeto de acordo com as disposições do Tratado CEE |
το κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο για να επιληφθεί μιας διαφοράς | tribunal territorialmente mais qualificado para conhecer de um litígio |
το καταστατικό δύναται να παραπέμπει επικουρικώς στις εθνικές νομοθεσίες | os estatutos podem remeter,a título subsidiário,para as legislações nacionais |
το Kράτος που θέλει να θεσπίσει ή να τροποποιήσει τις εσωτερικές διατάξεις | o Estado que pretende adotar ou alterar disposições nacionais |
το σήμα παύει να παράγει αποτελέσματα | a marca deixar de produzir efeitos |
τρίτος που έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί γεωγραφική ονομασία | terceiro habilitado a utilizar uma denominação geográfica |
υπηρεσιακή υποχρέωση του υπαλλήλου να είναι αδέκαστος | dever oficial de agir com imparcialidade |
υποχρέωση να απέχω | obrigação de se abster |
υποχρέωση να εκπληρώσουν το έργο τους ευσυνείδητα και αμερόληπτα | dever de cumprir a sua missão em consciência e com toda a imparcialidade |
υποχρέωση να εκπληρώσουν το έργο τους ευσυνείδητα και αμερόληπτα | dever de cumprir a sua missão conscienciosamente e com toda imparcialidade |
υποχρέωση να ορίσει αντιπρόσωπο ενώπιον του Γραφείου | obrigado a fazer-se representar junto do Instituto |
υποχρέωση του αλλοδαπού να φέρει τα νόμιμα έγγραφα | obrigação de posse, de porte e de apresentação de documento |
χωρίς να διατηρούνται δικαιώματα | sem deixar subsistir direitos |
χωρίς να επιδιώκεται κέρδος | sem prosseguir qualquer fim lucrativo |
χωρίς να προδικάσει την ουσία | sem prejuízo da decisão de mérito |