Subject | Greek | Portuguese |
chem. | άλατα αλκοόλης μετά μετάλλων | alcoolato metálico |
med. | άλγος μετά την εξαγωγή οδόντος | dor após extração dentária |
gen. | άν,μετά την κατάθεση του σχεδίου προϋπολογισμού,η Συνέλευση... | se, após comunicação do projeto de orçamento, a Assembleia... |
chem., el. | άνθρακας μετά την θραύση | carvão triturado |
industr., construct., met. | άχρηστη μετά τη χρήση άμμος | areia abrasiva usada |
med. | έκζεμα μετά από εμβολιασμό | eczema pós-vacinal (eczema vaccinatum) |
tax. | έλεγχος κατά την εισαγωγή μετά τον εκτελωνισμό | controlo na importação após desalfandegamento |
med. | έμφραγμα μετά από εμβολιασμό | infarto miocárdico pós-vacinal |
insur. | ίδια κράτηση εταιρίας μετά την εκχώρηση προς τους αντασφαλιστές | pleno retido líquido |
med. | ίκτερος μετά έμφρακτο | icterícia do enfarte pulmonar |
comp., MS | Αγορά μετά από δοκιμή | comprar após avaliação |
comp., MS | Αγορά μετά από δοκιμή | compra após avaliação |
comp., MS | αγοράζω μετά από δοκιμή | comprar após avaliação |
comp., MS | αγοράζω μετά από δοκιμή | compra após avaliação |
med. | αιμορραγία σε αδράνεια της μήτρας μετά τον τοκετό | hemorragia por atonia interna |
med. | αιμορροϊδική κρίση μετά από διαρροϊκό επεισόδιο | crise hemorroidária consecutiva a um episódio diarreico |
med. | ακράτεια μετά από προσπάθεια | incontinência de esforço |
med. | αλλεργική αντίδραση μετά από εμβόλιο | reação alérgica pós-vacinal |
med. | αλλεργολογική δοκιμασία μετά από καταστολή του αλλεργιογόνου | teste de eliminação |
gen. | ανάλυση μετά την ακτινοβόληση | análise pós-irradiação |
agric. | ανάμειξη μετά από μερική αύξηση | shake spawning |
agric. | ανάμειξη μετά από μερική αύξηση | remexer o composto impregnado |
med. | αναιμία μετά γαστρεκτομή | anemia agástrica |
polit., law | αναπομπή στο Πρωτοδικείο προς εκδίκαση μετά την ακύρωση αποφάσεώς του | remessa após anulação |
Braz., comp., MS | Αναπροσαρμογές μετά τη χρέωση και ΕΙΣ | Ajustes Pós-fatura e AR |
comp., MS | Αναπροσαρμογές μετά τη χρέωση και ΕΙΣ | Acertos CR e Após Faturação |
med. | αναστόμωσις του κόλου μετά του ορθού | colorretostomia |
gen. | αντοχή κάμψης μετά από διαβροχή με νερό | resistência à flexão húmida |
industr., construct. | αντοχή μετά από διαβροχή | resistência húmida |
industr., construct. | αντοχή μετά από διαβροχή | resistência ao estado húmido |
met. | αντοχή μετά το πήξιμο | resistência após secagem |
met. | αντοχή μετά το πήξιμο | resistência após endurecimento |
agric., construct. | ανυψωτικός τροχός μετά πτερυγίων | roda hidráulica de palhetas |
agric., construct. | ανυψωτικός τροχός μετά πτερυγίων | roda elevatória com paletas |
met. | ανόπτηση μετά από γαλβανισμό | recozimento após galvanização |
gen. | ανόπτηση μετά την ακτινοβόληση | recozimento pós-irradiação |
chem. | ανόπτηση μετά το καλούπωμα | pós-tratamento com calor depois de desmoldado |
med. | ανώμαλες ψυχικές αντιδράσεις μετά την σύλληψη | psicose carcerária |
construct. | αξιολόγηση μετά την εγκατοίκηση | avaliação pós-ocupação |
Braz., comp., MS | Αξιολόγηση προϊόντος μετά την κυκλοφορία | Avaliação do Produto após o Lançamento |
comp., MS | Αξιολόγηση προϊόντος μετά την κυκλοφορία | Avaliação do Produto Pós-lançamento |
law | απαγόρευση χρήσης μετά τη λήξητης συμφωνίας | proibição de utilização após termo |
gen. | αποθήκευση μόνο μετά τη σταθεροποίηση | armazenar apenas se estabilizado |
gen. | αποκατάσταση μετά τις συγκρούσεις | recuperação pós-conflito |
agric. | αποξεστήρες μετά λεπίδος | raspadora de puxar |
agric. | αποξεστήρες μετά λεπίδος | scraper de puxar |
agric. | αποξεστήρες μετά λεπίδος | pá de arrasto |
coal., construct. | αποσφηνωτήρ μετά λεπίδος | espátula de limpeza com lâmina |
tech., chem. | αποτέφρωση του στερεού υπολείμματος που λαμβάνεται μετά την εξάτμιση | incineração do resíduo da evaporação |
agric., mech.eng. | αποφλοιωτήρ μετά θαλάμου | descascadora |
med. | απόξεσις μετά την έκτρωση | curetagem pós-aborto |
med. | απόξεσις μετά την έκτρωση | curetagem após abortamento |
gen. | απόφαση που εκδόθηκε μετά από προσφυγή | acórdão proferido na sequência de um recurso |
econ. | απώλεια μετά τη συγκομιδή | perda após colheita |
el. | απώλεια φίλτρου μετά τον ενισχυτή ισχύος | perda no filtro posterior ao amplificador de potência |
life.sc., construct. | αρτεσιανόν φρέαρ μετά μονώσεως υδροστύλης | poço artesiano absoluto |
gen. | αρυρόδεση μετά απο νευροποίηση του τραύματος | artrose por avivamento |
environ. | αρχή της συναίνεσης μετά από προηγούμενη ενημέρωση που διατυπώνεται εν γνώσει θέματος | princípio de consentimento prévio dado com conhecimento de causa |
Braz., comp., MS | αρχείο διαμόρφωσης μετα-βάσης | arquivo de configuração da metabase |
comp., MS | αρχείο διαμόρφωσης μετα-βάσης | ficheiro de configuração da metabase |
insur. | ασφάλιση ανηλίκων που προβλέπει την καταβολή ασφαλίσματος σε περίπτωση θανάτου μετά από συγκεκριμένη ηλικία | seguro dotal |
construct. | αυτόματος ρυθμιστής παροχής μετά στομίου | módulo do tipo com orifício |
med. | αυτός που επιμένει ή παραμένει μετά τον ύπνο | hipnopômpico |
agric. | αφαίρεση της λωρίδας γης που απομένει γύρω από τα πρέμνα μετά την αποκλίνουσα άροση | descalçamento |
met. | αφυδρογόνωση μετάλλου μετά από θερμική κατεργασία | cozimento |
med. | βήξ μετά κόπωσιν | tosse desencadeada pelo esforço |
tech., met. | βαθμοί σκληρότητας μετά από ψύξη του χάλυβα | graus de dureza do aço após têmpera |
construct. | βαθμολογημένη υδροληψία μετρήσεως ύδατος μετά θυρίδος | tomada de água com porta aferida para calcular o volume de água escoada |
med. | βασικά κύτταρα μετά κοκκιοποιήσεως | células com granulações basais |
fin. | βασικές τιμές μετά την απόφαση συναλλαγής | preços posteriores à negociação |
law, health. | βοήθεια των τοξικομανών μετά την έκτιση της ποινής τους | cuidados de saúde de dependentes de droga |
industr., construct. | βοηθητικό για την αύξηση της αντοχής μετά από διαβροχή | agente de resistência em húmido |
industr., construct. | βοηθητικό για την αύξηση της αντοχής μετά από διαβροχή | agente de resistência ao estado húmido |
agric. | βοοειδή για σφαγή μετά την πάχυνση | bovino em final de engorda |
med. | γάγγραινα μετά από εμβολιασμό | gangrena pós-vacinal |
construct. | γέφυρα συνδεδυασμένη μετά υδατορυθμιστού | ponte com regulador |
account. | γεγονότα μετά την ημερομηνία του ισολογισμού | acontecimentos após a data do balanço |
med. | γενικευμένη αντίδραση μετά από εμβολιασμό | acidente de vacinação |
life.sc., construct. | γεώτρησις μετά φίλτρου | poço com filtro |
life.sc., construct. | γεώτρησις μετά φυσικού φίλτρου | poço com filtro natural |
industr., construct., chem. | γυαλί μετά από επίδραση ηλιακής ακτινοβολίας | vidro solarizado |
chem. | γυαλί μη κατεργασμένο μετά τη διαδικασία ολκής | vidro no estado em que fica após a estiragem |
insur. | γυναίκα που χήρευσε μετά τη συμπλήρωση του 45ου έτους ηλικίας | mulher que enviuva depois dos 45 anos |
med. | γυναικεία τριχοειδής κληρονομική κεράτωσις μετά αλωπεκίας του Greither | ceratose folicular feminina com alopecia Greither |
Braz., comp., MS | δέσμη ενεργειών μετά την ανάπτυξη | script pós-implantação |
gen. | δίκτυo λαθρoμεταvάστευσης | redes de imigração clandestina |
agric. | δακτυλίωσις μετά φυτοκτόνου | anelação venenosa |
agric. | δακτυλίωσις μετά φυτοκτόνου | anelação com fitócida |
econ. | δείκτης αξιών μετά τους φόρους | fluxo financeiro depois de impostos |
econ. | δείκτης αξιών μετά τους φόρους | margem bruta de autofinanciamento |
econ. | δείκτης αξιών μετά τους φόρους | fluxo financeiro líquido |
econ. | δείκτης αξιών μετά τους φόρους | cash flow líquido |
econ. | δείκτης αξιών μετά τους φόρους | cash flow depois de impostos |
life.sc., construct. | δεξαμενή ανασχέσεως μετά ρυθμιζομένης εκροής | reservatório de regularização ajustável |
environ. | δευτερογενής ρύπανση αέρα μέσω χημικών αλληλεπιδράσεων μετά την εκπομπή | poluição atmosférica secundária devida a interações químicas após emissão |
econ. | διάγραμμα αξιών μετά τους φόρους | cash flow líquido |
econ. | διάγραμμα αξιών μετά τους φόρους | fluxo financeiro líquido |
econ. | διάγραμμα αξιών μετά τους φόρους | margem bruta de autofinanciamento |
econ. | διάγραμμα αξιών μετά τους φόρους | fluxo financeiro depois de impostos |
econ. | διάγραμμα αξιών μετά τους φόρους | cash flow depois de impostos |
el. | διάρκεια επιλογής μετά την αποστολή των ψηφίων | tempo de seleção após marcação |
med. | διάχυτος παλαμο-πελματική κεράτωσις μετά υποτριχώσεως των Hudelo και Rabut | ceratose palmoplantar difusa com hipotricose de Hudelo e Rabut |
gen. | διαγραφή,μετά την ψηφοφορία,των υπαλλήλων | cancelamento, no termo do escrutínio, da inscrição dos agentes |
health., pharma. | διαδικασία γλωσσικού ελέγχου που διενεργείται μετά τη γνωμοδότηση | procedimento de verificação linguística após emissão de parecer |
agric. | διαδικασία διά μετακινήσεως του χυμού εις κορμόν μετά φυλλώματος | tratamento por substituição da seiva em árvores com copa |
health., environ., chem. | Διαδικασία ΣΜΕ' συναίνεση κατόπιν ενημέρωσης' συναίνεση μετά από ενημέρωση | consentimento prévio informado |
health., environ., chem. | Διαδικασία ΣΜΕ' συναίνεση κατόπιν ενημέρωσης' συναίνεση μετά από ενημέρωση | prévia informação e consentimento |
health., environ., chem. | Διαδικασία ΣΜΕ' συναίνεση κατόπιν ενημέρωσης' συναίνεση μετά από ενημέρωση | consentimento prévio esclarecido |
fin., chem. | διαδικασία της "συνέχισης μετά από ενημέρωση" | processo de "acordo prévio com conhecimento de causa" |
industr., construct., chem. | διαρκής διαστολή μετά το σπάσιμο | tensões permanentes após rutura |
Braz., math. | διαστρωμάτωση, μετά την επιλογή | estratificação após seleção |
math. | διαστρωμάτωση, μετά την επιλογή | pós-estratificação |
stat. | διαστρωμάτωση, μετά την επιλογή | pós-estratificação |
math. | διαστρωμάτωση, μετά την επιλογή | estratificação após selecção |
agric. | διαφορά θερμοκρασίας του αέρα ξήρανσης και του αέρα μετά την ξήρανση | diferença de temperatura entre o ar de secagem e o ar usado |
environ. | διαχείριση μετά την επεξεργασία | gestão pós-tratamento |
chem. | διεισδυτικότητα εις κώνον μετά μάλαξιν | penetrabilidade no cone após malaxagem |
law | διεκδίκηση αρχαιότητας μετά την καταχώρηση τού κοινοτικού σήματος | reivindicação da antiguidade após registo da marca comunitária |
mater.sc., industr., construct. | δοκιμή αντοχής σε κρούση μετά από χάραξη | ensaio de resistência ao choque após entalhe |
life.sc., tech. | δοκιμή βραδείας θλίψεως μετά στραγγίσεως επί υποστάντος συνίζησιν δείγματος | teste lento |
life.sc., tech. | δοκιμή βραδείας θλίψεως μετά στραγγίσεως επί υποστάντος συνίζησιν δείγματος | teste de compressão lenta com drenagem em amostra consolidada |
med. | δοκιμασία μετά τη συνουσία | teste pós-coito |
med. | δοκιμασία μετά τη συνουσία | teste de Sims-Hühner |
met. | δομή μετά από θερμική κατεργασία | estrutura de transformação |
met. | δομή μετά από σκλήρυνση και επαναφορά | estrutura após têmpera e revenido |
environ., nucl.phys. | δράση "μετά το Tσερνομπίλ" | ação pós-Chernobil |
tech., law, el. | δυνατότητα επαναφοράς σταθμού μετά από σφάλμα χωρίς εξάρτηση από το εξωτερικό σύστημα μεταφοράς ενέργειας | capacidade de reposição do serviço |
med. | δυσκοιλιότητα μετά στάσεως | constipação colónica |
met. | δύναμη συμπιέσεως μετά το τέλος της συγκόλλησης | esforço aplicado após soldadura |
el., industr. | εγκατάσταση σε αεροστεγές κυτίο μετά χειροκτίων | instalação em uma caixa de luvas estanque |
med. | εγκεφαλίτις μετά από εμβολιασμό | encefalite pós-vacinal |
gen. | εγκλήματα στα oπoία εμπλέκovται κυκλώματα λαθρoμεταvάστευσης | criminalidade relativa às redes de imigração clandestina |
med. | εγκυμοσύνη μετά την εμμηνόπαυση | gravidez pós-menopausa |
el., construct. | ειδοποίηση της εκτελέσεως της εργασίας μετά το πέρας των εργασιών | comunicação de conclusão de trabalhos |
gen. | εκδήλωση μετά τη λήξη του συνεδρίου | pós-conferência |
agric. | εκθαμνωτής μετά κοπάνου | mangual capinador |
tech., nucl.phys. | εκκένωση της θερμότητας μετά από ατύχημα | evacuação do calor após acidente |
agric., construct. | εκρίζωση κορμών μετά την κοπή | extração dos cepos |
agric., construct. | εκρίζωση κορμών μετά την κοπή | decepagem |
agric., construct. | εκριζωτής κορμών μετά την κοπή των φυτών | arrancador de cepos |
tech., construct. | εκχειλιστής μετά συστολής | descarregador com contração lateral |
tech., construct. | εκχειλιστής μετά συστολής | açude com contração |
agric., chem. | εκχύλισμα ξύλου μετά θειικού άλατος | resina do processo por sulfato |
agric., chem. | εκχύλισμα ξύλου μετά θειικού άλατος | essência provemiente do fabrico da pasta de papel pelo sulfato |
agric. | ελάττωση της φύρας πριν και μετά τη συγκομιδή | redução dos prejuízos pré e pós-colheita |
fin. | εμπορεύματα που έχουν τεθεί σε κατανάλωση μετά από άλλο τελωνειακό καθεστώς | mercadorias introduzidas no consumo, após aplicação de um outro regime aduaneiro |
med. | εξάνθημα μετά από εμβολιασμό | exantema pós-vacinal |
med. | εξάρθρημα μετά κατάγματος του άτλαντος | fratura com luxação do atlas |
med. | εξάρθρημα μετά την ανάταξη εξαρθρήματος | redeslocação |
health., anim.husb. | εξέταση μετά τη σφαγή | inspeção post mortem |
energ.ind., el. | εξέταση μετά την ακτινοβόληση | exame pós-irradiação |
health., anim.husb. | εξασθένηση ιού μετά από λίγα περάσματα σε εμβρυοφόρα αυγά | vírus com baixas passagens em ovo |
health., anim.husb. | εξασθένηση ιού μετά από πολλά περάσματα σε εμβρυοφόρα αυγά | vírus com altas passagens em ovo |
commer. | εξυπηρέτηση πελατών πριν και μετά την πώληση | serviço de venda e pós-venda |
med. | εξόστωση μετά νεοσχηματισθέντος θυλάκου | exostose capsular (exostosis bursata) |
med. | εξόστωση μετά νεοσχηματισθέντος θυλάκου | exostose bursata (exostosis bursata) |
med. | επίπεδο κορτιζόλης στο πλάσμα μετά από ερέθισμα | nível de cortisol plasmático após estimulação |
mater.sc. | επίχριση των φιαλών μετά την ψύξη | revestimento de garrafas a frio |
insur., transp., construct. | επανάληψη της χορηγήσεως των παροχών μετά από αναστολή ή κατάργηση | prestações que voltam a ser concedidas após suspensão ou supressão |
met. | επανεμφάνιση της βασαλτικής ζώνης μετά την παύση της ανάδευσης | reaparecimento da zona basáltica após paragem da agitação |
Braz., comp., MS | επανεξέταση μετά το ορόσημο | revisão pós-etapa |
econ. | επεκτατική πολιτική μετά από αντιπληθωρισμό | reflação |
health., pharma. | επιδημιολογικές μέθοδοι για μελέτες ασφαλείας μετά τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας | método epidemiológico de estudo de segurança pós-autorização |
gen. | επιθεώρηση μετά την κυκλοφορία στη αγορά | inspeção pós-comercialização |
gen. | επιμήκυνση που μετριέται δέκα λαπτά μετά από τη θραύση ενός δείγματος που έχει υποβληθεί σε εφελκυσμό | alongamento na rotura |
agric. | Επιτροπή για τον κανονισμό σχετικά με τους όρους εισαγωγής γεωργικών προϊόντων καταγωγής τρίτων χωρών μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνομπίλ | Comité para o controlo das condições de importação de produtos agrícolas originários de países terceiros na sequência do acidente ocorrido na central nuclear de Chernobil |
gen. | Επιτροπή διαχείρισης για την υποστήριξη ορισμένων οντοτήτων που συστάθηκαν από τη διεθνή κοινότητα μετά τις συγκρούσεις για την εξασφάλιση τόσο της προσωρινής πολιτικής διοίκησης ορισμένων περιοχών όσο και της εφαρμογής των ειρηνευτικών συμφωνιών | Comité de Gestão relativo ao apoio a conceder a certas entidades criadas pela comunidade internacional na sequência de conflitos, com vista a assegurar quer a administração civil transitória de certas regiões quer a aplicação de acordos de paz |
environ. | επιχειρησιακή ομάδα για αποστολές επιστημονικού ενδιαφέροντος μετά από καταστρεπτικό σεισμό | task force para missões científicas após um sismo destrutivo |
med. | επώδυνος κατάστασις μετά επιμόνου εκκρίσεως από την κλειτορίδα | clitorismo |
law | ετεροδικία μετά την παύση των καθηκόντων | imunidade após a cessação das funções |
gen. | ευρισκόμενοι χωρίς εργασία μετά τη λήξη της υπηρεσίας τους | que fiquem desempregados após cessação das suas funções |
agric. | ζιζανιοκτονία μετά τη βλάστηση | monda depois da brotação |
agric. | ζιζανιοκτονία μετά τη σπορά | monda depois da sementeira |
el. | ζωνικό εύρος μετά τη φώραση | largura de banda pós-deteção |
law | η εγγραφή γίνεται μετά από αίτηση | inscrição feita mediante requerimento |
construct. | ημιαυτόματος ρυθμιστής σταθεράς παροχής μετά σωληνωτού στομίου | semimódulo a conduta com orifício |
med. | ηπαταλγία μετά κόπωσιν | hepatalgia de esforço |
chem., el. | θερμική κατεργασία μετά τη συγκόλληση | tratamento térmico após soldadura |
chem. | θερμική κατεργασία μετά το καλούπωμα | pós-tratamento com calor depois de desmoldado |
industr., construct., met. | θόλωμα επιφανείας υαλοπίνακα μετά την στίλβωση | marca de retificação insuficiente |
med. | ιλαρά μετά από εμβολιασμό | rubéola pós-vacinal |
agric., construct. | ισοπεδωτής μετά λεπίδος μεγάλου εκπετάσματος | nivelador a lâmina de longo alcance |
agric., construct. | ιχθυοδίοδος εκ διαδοχικών δεξαμενών μετά βυθισμένων στομίων | passagem para peixes por bacias sucessivas com orifícios submersos |
agric., construct. | ιχθυοδίοδος εκ διαδοχικών δεξαμενών μετά τοιχωμάτων με εγκοπάς | passagem para peixes por bacias sucessivas com paredes ranhuradas |
agric., construct. | ιχθυοδίοδος μετά διαγωνίου δοκού | passagem para peixes com viga em diagonal |
agric., construct. | ιχθυοδίοδος μετά διαδοχικών δεξαμενών | passagem para peixes por bacias sucessivas |
agric., construct. | ιχθυοδίοδος μετά δύο σειρών πτερυγοπαρεμβολέων εναλλάξ τοποθετημένων | passagem para peixes com duas filas de chicanas escalonadas umas em relação às outras |
agric., construct. | ιχθυοδίοδος μετά καταρρακτών και στομίων | passagem para peixes em cascatas e orifícios |
agric., construct. | ιχθυοδίοδος μετά πτερυγοπαρεμβολέων διατεταγμένων κατ'αντιζυγίαν | passagem com chicanas dispostas simetricamente em relação ao eixo do canal |
gov., social.sc., ed. | κέντρο φροντίδας μετά το σχολείο | centro pós-escolar |
econ., fin. | καθαρό αποτέλεσμα μετά τη φορολογία | resultado líquido após impostos |
med. | καθετήρ μετά βολβού | cateter com balão |
med. | καθετήρ μετά βολβού | balão-sonda |
agric. | κανονισμός μετά το Τσερνομπίλ | regulamento pós-Chernobil |
nat.sc. | καρποί μετά κελύφους | noz (nux) |
gen. | κατά τη διάρκεια της θητείας τους και μετά την λήξη αυτής | durante o seu mandato e após o termo deste |
med. | κατάστασις που παρατηρείται σε στρατιώτες,μετά μεγάλης κοπώσεως και χαρακτηρίζεται από διάχυτους πόνους,κόπωση,ευερεθιστικότητα και αϋπνία | plexalgia |
law | κατάσχεση φορτίου ή ναύλου μετά από επιθαλάσσια αρωγή ή διάσωση | arresto de uma carga ou de um frete na sequência de assistência ou salvamento |
life.sc., tech. | καταγραφικόν όργανον μετά πλωτήρος πλαγίας μετακινήσεως | registador comandado por um flutuador a movimento oblíquo |
med. | καταρροή μετά απολεπίσεως | catarro com descamação |
agric. | κατευθείαν ενσίρωση μετά την κοπή του χόρτου | ensilagem de forragem húmida |
IT, dat.proc. | κενά μετά τη στοιχειοσειρά | espaços em branco no fim de uma cadeia de carateres |
IT, dat.proc. | κενά μετά τη συμβολοσειρά | espaços em branco no fim de uma cadeia de carateres |
polit., law | κηρύσσω τη λήξη της προφορικής διαδικασίας μετά το πέρας των συζητήσεων | declarar encerrada a fase oral no termo dos debates |
med. | κιρσοειδής αιμαγγειωμάτωση μετά οστεοατροφίας | hemangiotomatose braquial osteolítico (angiomatosis varicosa osteoatrophicans) |
med. | κολίτιδα μετά από ακτινοθεραπεία | colite devida a radiações |
med. | κορημετρία μετά από πρόκληση πόνου | algopupilometria |
med. | κύηση μετά από βιασμό | gravidez resultante de violação |
nat.sc., agric. | λίπανση μετά την ανθοφορία | fertilização pós-floração |
gen. | λαθρoμεταvάστευση | tráfico de imigrantes clandestinos |
life.sc. | λεκάνη καθιζήσεως μετά πολλών διαμερισμάτων | bacia de decantação com compartimentos múltiplos |
construct. | λιθόρριπτον φράγμα μετά πυρήνος | barragem de enrocamento do tipo núcleo |
gen. | λογικό σύστημα διακοπής της λειτουργίας μετά από αναγκαστική κράτηση | lógica de paragem após desencadeamento |
el. | λόγος ενέργειας σήματος μετά τη φώραση προς την παρεμβολή συν το θόρυβο | relação energia do sinal após deteção-interferência mais ruído |
el. | λόγος σήματος ζώνης βάσης προς θόρυβο μετά τη φώραση | relação sinal/ruído na banda de base pós-deteção |
el. | λόγος σήματος προς θόρυβο παρεμβολής μετά την αποδιαμόρφωση | relação sinal/ruído de interferência pós-desmodulação |
tech., construct. | μέθοδος δοκιμαστικού φορτίου μετά στρέψεως | método do trial load com torção |
tech., construct. | μέθοδος της αναλογίας μετά δικτυώματος | método de analogia com uma treliça |
tech., construct. | μέθοδος της αναλογίας μετά πλακός | método de analogia com uma laje |
tech. | μέση ποιότητα μετά από έλεγχο | qualidade média rectificada |
met. | μήκος μέτρησης μετά τη θραύση | comprimento final entre marcas de referência |
Braz., comp., MS | μείξη μετά τη μετατροπή σε pixel | após combinação de pixels |
pharma. | μελέτη ασφαλείας μετά την έγκριση του φαρμάκου | estudo de segurança pós-autorização |
stat. | μετά-ανάλυση | meta-análise |
math. | μετά-ανάλυση | meta-análise |
fin. | μετά από αίτηση γνώμης του Κοινοβουλίου | após parecer do Parlamento Europeu |
fin. | μετά από αίτηση γνώμης του Κοινοβουλίου | após consulta ao Parlamento Europeu |
met. | μετά από απότομη ψύξη ο χάλυβας χρονοσκληρύνθηκε και τελικά ψύχθηκε | após têmpera o aço é revenido e depois temperado |
law | μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο | após consulta do Parlamento Europeu |
law | μετά από σύμφωνη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου | após parecer favorável do Parlamento Europeu |
health. | μετά θάνατον αυτοψία | exame post mortem |
health. | μετά θάνατον αυτοψία | autópsia |
med. | μετά-θλαστική θολεροποίησις | opacificação pós-contucional |
med. | μετά-καισαρικό σύνδρομο | síndrome pós-cesariana |
fin. | μετά μερίσματος | com dividendos |
gen. | μετά μεσημβρίαν | depois do meio-dia (post meridiem) |
chem. | μετά νατρίου σακχαρίνη | sacarinato de sódio |
chem. | μετά προσθήκης κάποιας χημικής ουσίας | quimicamente doseado com algo |
med. | μετά-σκωληκοειδής περικολίτις | pericolite |
health., med. | μετά τη διάθεση στην αγορά κλινική παρακολούθηση | acompanhamento clínico pós-comercialização |
agric. | μετά τη συγκομιδή το βαμβάκι συσκευάζεται σε δέματα η μπάλες | após a colheita o algodão é enfardado |
gen. | μετά τη συζήτηση | a fim de encerrar o debate sobre |
law | μετά την άρση της ετεροδικίας ασκείται κατά δικαστού ποινική δίωξη | uma ação penal é exercida contra um juiz após o levantamento da imunidade |
gen. | μετά την ανταλλαγή των πληρεξουσίων εγγράφων τους | depois de terem trocado os seus plenos poderes |
insur. | μετά την αποζημίωση η ασφαλιστική εταιρία αποκτά κυριότητα στο περιουσιακό στοιχείο που απομένει | benefício do salvado |
med. | μετά την εμμηνόπαυση | na mulher na fase pós-menopausa |
health., pharma. | μετά την κυκλοφορία στην αγορά | pós-comercialização no mercado |
law | μετά την ορκομωσία | prestação de juramento |
med. | μετά τις σεξουαλικές επαφές | após as refeições |
med. | μετά το γεύμα | após as refeições |
Braz., comp., MS | μετά το συμβάν | após o evento |
comp., MS | μετά το συμβάν | pós-evento |
IT, dat.proc. | μετά-χαρακτήρας | metacaráter |
gen. | μετά Χριστόν | depois de Cristo (post Christum, post Christum natum) |
IT | μετάδοση μετά παύσεως φέροντος | transmissão com portadora suprimida |
stat., med., pharma. | μετα-ανάλυση | meta-análise |
Braz., comp., MS | μετα-βάση | metabase |
Braz., comp., MS | μετα-βάση στη μνήμη | metabase carregada na memória |
comp., MS | μετα-βάση στη μνήμη | metabase dentro da memória |
nat.sc. | μετα-γονιδιωματική έρευνα | investigação pós-genómica |
comp., MS | μετα-δεδομένα | metadados |
stat. | μετα δειγματοληψία συστάδων | amostragem pós-agregação |
chem., met. | μετα-διαστολή | dilatação posterior |
chem., met. | μετα-διόγκωση | dilatação posterior |
econ. | μετα-καταναλωτικό ανακυκλωμένο περιεχόμενο | conteúdo reciclado pós-consumidor |
chem. | μετα-κρεσόλη | metacresol |
comp., MS | μετα-λειτουργική ροή εργασίας | fluxo de trabalho pós-operacional |
el. | μετα-μεταβατική τάση επαναφοράς | tensão de restabelecimento de frequência industrial |
life.sc. | μετα-μεταφραστική τροποποίηση | modificação pós-translacional |
life.sc. | μετα-μεταφραστική τροποποίηση | modificação pós-traducional |
med. | μετα-μεταφραστικό φαινόμενο | processo pós-translacional |
med. | μετα-μιτοχονδριακό κλάσμα εμπλουτισμένο με συμπαράγοντες | fração pós-mitocôndrica suplementada de cofatores |
med. | μετα-μιτοχονδριακό κλάσμα εμπλουτισμένο με συμπαράγοντες | fração pós-mitocondrial adicionada de cofatores |
el. | μετα-ρύθμιση | pós-regulação |
med. | μετα-συναπτικός υποδοχέας | recetor pós-sináptico |
chem., met. | μετα-συστολή | retração posterior |
met. | μεταβολή της σκληρότητας HV κατά την διάρκεια αποκατάστασης μετά από απότομη ψύξη | variação da dureza HV por revenido após têmpera |
industr., construct., met. | μεταβολή του χρώματος του γυαλιού μετά από υπερθέρμανση | sobredesenvolvimento da cor |
industr., construct., met. | μεταβολή του χρώματος του γυαλιού μετά από υπερθέρμανση | escurecimento |
law, fin. | μη υποβολή φορολογικής δηλώσεως μετά από σχετική πρόσκληση | falta de declaração após requerimento formal |
tech., industr., construct. | μηχανισμός οδήγησης υλικού πριν και μετά την αλυσίδα της στεγνωτικής | dispositivo de guiamento do material antes e após a corrente da râmola |
textile | μποτάκια για πριν και μετά το σκι | aprés-ski |
chem., el. | μύλος μετά λεκάνης | moinho de cilindro rotativo |
industr., construct., chem. | Aνάλυση της επιφανειακής σύνθεσης με φασματομετρία μετά προσβολή νετρονίων ή ιόντων | composição superficial por análise da radiação induzida pelo impacto de partículas neutras e iões |
med. | νέκρωση μετά από διήθηση | necrose de infiltração |
industr., construct., chem. | Aνεπαρκές άνοιγμα μετά την κοπή | desbaste insuficiente depois do corte |
med. | νεφροσκλήρυνση μετά από νεφρικό έμφρακτο | nefrosclerose após enfarte renal |
law | Νομικός και δικαστικός χώρος μετά το Μάαστριχτ | Espaço Jurídico e Judiciário depois de Maastricht |
agric., industr. | ξήρανση μετά την κοπή | secagem após corte |
agric. | ο κύλινδρος για την συμπίεση του εδάφους μετά το όργωμα είναι ένας ειδικός τύπος κυλίνδρου | o rolo de discos é um modelo especial de rolo |
med. | ο προμήκης μετά του νωτιαίου μυελού | extremidade medular de Bartholini (Bartholini cauda medullae) |
construct., mun.plan., industr. | οικοδομήσιμο γήπεδο μετά την καταβολή των τελών διαμόρφωσης | terreno apto para construção e isento de quaisquer contribuições de urbanização |
med. | οξεία λοίμωξις του φάρυγγος μετά τοπικής αδενίτιδος | doença de Kirkland |
industr., construct. | οπτόπλινθος μετά προεξοχών | tijolo para rutura de junta |
industr., construct. | οπτόπλινθος μετά ωτίων | tijolo para rutura de junta |
life.sc., agric. | οπώραι μετά πυρήνος' καρποί μετά πυρήνος | fruta de caroço |
agric., industr., construct. | ορθογωνισμένον μετά παρυφώσεως | falca serrada |
med. | οστεομυελίτις μετά από εμβολιασμό | ostiomielite pós-vacinal |
med. | ουλίτις μετά γλωσσίτιδος | gengivoglossite |
med. | ουλίτις μετά στοματίτιδος | gengivostomatite |
construct. | οχετός διαβάσεως υδατορρεύματος κάτωθεν διώρυγος περιωρισμένης διατομής μετά τοίχων υποστηρίξεως αντί αναχωμάτων | aqueduto-sumidouro sob canal com paredes de retenção das margens |
construct. | οχετός μετά πτερυγοτοίχων | aqueduto com muros de ala |
med. | πάθηση της προσαγωγού έλικας μετά από γαστρεκτομή ή γαστροεντεροαναστόμωση | aferentopatia |
med. | πίνακας επιβίωσης μετά τον αποκλεισμό συγκεκριμένης αιτίας θανάτου | tábua de vida de múltiplo decréscimo |
comp., MS | πακέτο μετα-δεδομένων | pacote de metadados |
Braz., comp., MS | πακέτο μετα-δεδομένων συσκευής | pacote de metadados do dispositivo |
comp., MS | πακέτο μετα-δεδομένων συσκευής | pacote de metadados de dispositivo |
med. | παλαμο-πελματική κεράτωσις μερικώς διάσπαρτη μετά μελαγχρώσεως του Greither | ceratose palmoplantar parcialmente disseminada com pigmentação de Greither (keratosis palmoplantaris partim dissipata cum pigmentatione GREITHER) |
med. | παλαμο-πελματική κεράτωσις μετά ατελούς σχηματισμού της οδοντίνης | ceratose palmoplantar com dentinogenese imperfeita |
med. | παλαμο-πελματική κεράτωσις μετά ενδοδερμικής ανυδρωτικής δυσπλασίας του Franceschetti | ceratose palmoplantar com displasia anidrótica de Franceschetti |
med. | παλαμο-πελματική κεράτωσις μετά κοκκιώδους εκφυλίσεως | ceratose palmoplantar com degenerescência da camada granulosa (keratosis palmoplantaris cum degeneratione granulosa) |
med. | παλαμο-πελματική κεράτωσις μετά κωφώσεως του έσω ωτός | ceratose palmoplantar com surdez do ouvido interno |
med. | παλαμο-πελματική κεράτωσις μετά οισοφαγικού καρκινώματος | ceratose palmoplantar com cancro do esófago |
med. | παλαμο-πελματική κεράτωσις μετά περιοδοντοπάθειας του Papillon LefΛvre | ceratose palmoplantar com periodontopatia de Papillon Lefèvre |
med. | παλαμο-πελματική κεράτωσις μετά υπερκαρωτιναιμίας και αποβιταμίνωσης Α | ceratose palmoplantar com hipercarotinemia e hipovitaminose |
el. | παραγέμισμα μετά την επιστροφή φορείου | enchimento após o retorno do carro |
chem. | παραγωγοποίηση μετά τη στήλη | derivatização pós-coluna |
law | παρακολούθηση μετά την έκτιση της ποινής | acompanhamento posterior ao cumprimento da pena |
crim.law., commun. | παρακολούθηση των τηλεπικοινωνιών μετά από νόμιμη άδεια | interceção legal de telecomunicações |
met., mech.eng. | παραμένον υλικό μετά την εκκένωση της δεξαμενής | fundo do banho |
med. | παραμένουσα ανοσία μετά από κάποια λοίμωξη | imunidade residual |
met., construct. | παραμένουσα επιμήκυνση 0,2% μετά την εξάλειψη τάσης | alongamento residual de 0,2 % após o desaparecimento do esforço |
el. | παραμένουσα ισχύς μετά το φιλτράρισμα | potência residual após filtragem |
med. | παραμόρφωση μετά τη γέννηση | deformação adquirida |
med. | παραπληγία μετά οστεοαρθροπάθειας | paraosteoartropatia (myositis ossificans circumscripta neurotica) |
med. | παροδική λευκωματουρία που προκαλείται μετά από ψηλάφηση των νεφρών | albuminúria transitória após palpação dos rins |
med. | παροδική ταχύπνοια νεογνού μετά από καισαρική τομή | síndrome pós-cesariana |
life.sc., tech. | παροχόμετρον μετά διαφράγματος | medidor de caudal de diafragma |
med. | πεντάχρονη ανάρρωσις επιβίωσης μετά από καρκινοθεραπεία | cura de cinco anos de sobrevida após carcinoterapia |
pharma. | περίοδος 30 ημερών μετά την έκδοση της γνώμης | período de 30 dias após emissão do parecer |
chem. | Περιέκτης υπό πίεση. Να μην τρυπηθεί ή καεί ακόμη και μετά τη χρήση. | Recipiente sob pressão. Não furar nem queimar, mesmo após utilização. |
med. | περικαρδίτις μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου | pericardite devida a enfarte do miocárdio |
fin. | περιουσιακό στοιχείο της επιχείρησης, μετά την αφαίρεση κάθε προβλεπτής υποχρέωσης | capital social realizado |
account. | περιστατικό μετά την ημέρα του ισολογισμού | operação pós-balanço |
industr., construct., mech.eng. | πιεστήριο μετά πλακών | prensa por andares |
industr., construct., mech.eng. | πιεστήριο μετά πλακών | prensa de pratos |
industr., construct., mech.eng. | πιεστήριο μετά στηλών | prensa de colunas |
industr., construct., chem. | Πλάκα σταθεροποίησης μετά την σχηματοδότηση | anel de relance |
med. | πληθυσμογραφία μετά από άρση των διακυμάνσεων της πιέσεως | plestimografia de descompressão |
life.sc., tech. | πλωτήρ μετά σωλήνος εξ οθόνης | flutuador a mangas |
chem. | Πλύνετε … σχολαστικά μετά το χειρισμό. | Lavar … cuidadosamente após manuseamento. |
industr., construct. | πλύση μετά το τύπωμα | lavagem após estamparia |
med. | πνευμονία μετά έμφρακτο | pneumonia do enfarte pulmonar |
med. | ποδάγρα μετά ουρικών τόφων | gota tofácea |
med. | πολιομυελίτις μετά από εμβολιασμό για ευλογιά | poliomielite após inoculação antivariólica |
health., anim.husb. | πολυσυστηματικό σύνδρομο εξάντλησης μετά τον απογαλακτισμό | síndrome do emagrecimento progressivo pós-desmame |
health., anim.husb. | πολυσυστηματικό σύνδρομο εξάντλησης μετά τον απογαλακτισμό | síndrome multissistémica debilitante do pós-desmame |
health., anim.husb. | πολυσυστηματικό σύνδρομο εξάντλησης μετά τον απογαλακτισμό | circovirose dos suínos |
econ., commer. | Πράσινο Βιβλίο για τις εγγυήσεις των καταναλωτικών αγαθών και την εξυπηρέτηση μετά την πώληση | Livro Verde sobre as garantias dos bens de consumo e os serviços pós-venda |
gen. | Πράσινο βιβλίο της Επιτροπής για τις εγγυήσεις των καταναλωτικών αγαθών και την εξυπηρέτηση του πελάτη μετά την πώληση | Livro Verde sobre as Garantias dos Bens de Consumo e os Serviços Pós-venda |
law | προθεσμία ακύρωσης μετά την υπογραφή | prazo de resiliação após a assinatura |
med. | προσαρμογή μετά τη γέννηση | adaptação pós-natal |
construct. | προστατευτική λιθορριπή μετά νευρώσεων | enroscamento de proteção nervurado |
agric. | προστιθέμενη αξία των προϊόντων μετά την συγκομιδή | valorização pós-colheita dos produtos |
fin. | προσωρινά μέτρα που εφαρμόζονται μετά την ενοποίηση της Γερμανίας | medida provisória aplicável após a unificação da Alemanha |
polit. | προσωρινή αποζημίωση μετά τη λήξη της θητείας | subsídio de reintegração |
med. | προφύλαξη μετά την έκθεση | profilaxia pós-exposição |
med. | προφύλαξη μετά την έκθεση | profilaxia após exposição |
health., chem. | προϊόν για μετά το ξύρισμα | produto utilizado após barba feita |
Braz., comp., MS | Πρόγραμμα-πελάτης για την ανάκτηση μετα-δεδομένων συσκευής | Cliente de Recuperação de Metadados de Dispositivo |
comp., MS | Πρόγραμμα-πελάτης για την ανάκτηση μετα-δεδομένων συσκευής | Cliente de Obtenção de Metadados de Dispositivo |
med. | πρόθεση η οποία τοποθετείται αμέσως μετά την αφαίρεση των δοντιών | prótese imediata |
construct. | πρόφραγμα μετά δύο σειρών ξυλίνων πασσαλοσανίδων | ensecadeira com duas paredes de madeira |
construct. | πρόφραγμα μετά δύο σειρών πασσαλοσανίδων | ensecadeira com duas filas de tábuas |
construct. | πρόφραγμα μετά τοιχώματος | ensecadeira simples |
construct. | πρόφραγμα μετά τοιχώματος με εσωτερικήν αμφιδέτησιν | ensecadeira com parede simples reforçada |
construct. | πρόφραγμα μετά τοιχώματος με χωματοπλήρωσιν | ensecadeira com parede simples com enchimento de terra |
med. | πρώιμος ραχίτις μετά υποφωσφαταιμίας,οξεώσεως και νεφρικής γλυκοζουρίας | síndrome de Fanconi adquirido |
med. | πυρετός μετά από εμβολιασμό | febre pós-vacinal |
coal., construct. | πυροκροτητής μετά θρυαλλίδος | detonador de mecha |
fin. | πόροι αντληθέντες μετά τις πράξεις ανταλλαγής | captação de fundos após swaps |
econ., agric. | Πώληση μετά την υλοτομία | venda de árvores abatidas |
econ., agric. | Πώληση μετά την υλοτομία | venda após abate |
med. | ρήξη της αντιρροπήσεως της καρδιάς μετά σχηματισμού οιδήματος | descompensação edematosa |
el. | ραγδαίες διαλείψεις μετά τη δύση του ηλίου | desvanecimento rápido depois do pôr do sol |
el. | ρυθμός σφαλμάτων μετά την αποκωδικοποίηση | taxa de erros após descodificação |
agric. | σαβάνη μετά δένδρων | savana arbórea |
met. | σε χάλυβα ο οποίος ανακρυσταλλώθηκε σε χονδρόκοκκο μετά απο ελαφρά παραμόρφωση | num aço recristalizado de grão grosso,após uma pequena deformação |
med. | σειρά νευρικών συμπτωμάτων που εμφανίζονται κάποτε μετά από σιδηροδρομικό δυστύχημα | doença de Page |
med. | σειρά νευρικών συμπτωμάτων που εμφανίζονται κάποτε μετά από σιδηροδρομικό δυστύχημα | doença de Erichsen |
med. | σκληρεκτομία μετά ιριδεκτομίας | operação de Greenwood |
med. | σπλαχνοπτωσία μετά νευρωσικής καταστάσεως | síndrome de Stiller |
med. | σπλαχνοπτωσία μετά νευρωσικής καταστάσεως | astenia congénita universal |
health., pharma. | στάδιο μετά τη γνώμη | fase posterior à emissão do parecer |
health., pharma. | στάδιο μετά τη χορήγηση της άδειας | fase pós-autorização |
nat.sc. | στάδιο μετά την άνθιση | pós-floração |
industr. | στάδιο μετά το αλάτισμα | pós-salga |
life.sc., tech. | σταθμήμετρον μετά πλωτήρος | limnímetro a flutuador |
agric. | σταφυλή μετά πτερυγώσεως | cacho alado |
met. | στις συνεχείς συστοιχίες,τα έλαστρα είναι τοποθετημένα το ένα μετά το άλλο | nos transportadores contínuos,as caixas encontram-se dispostas umas após as outras |
agric., construct. | στράγγισις μετά κλαδοκαλύψεως | drenagem por faxinas |
agric., construct. | στράγγισις μετά κλαδοκαλύψεως | drenagem coberta com feixes de lenha |
econ., social.sc. | Στρατηγική της Λισσαβώνας που θα ισχύσει μετά το 2010 | Estratégia de Lisboa Pós-2010 |
med. | συγγενής ανωμαλία του σκαφοειδούς οστού του ποδός σε παιδιά,οφειλόμενη σε πλημμελή ανάπτυξη μετά από τραυματισμό | escafoidite do tarso |
med. | συγγενής ανωμαλία του σκαφοειδούς οστού του ποδός σε παιδιά,οφειλόμενη σε πλημμελή ανάπτυξη μετά από τραυματισμό | doença de Koehler |
health., pharma. | συγκατάθεση μετά από ενημέρωση | consentimento informado |
health., pharma. | συγκατάθεση μετά από ενημέρωση | consentimento esclarecido |
met. | συγκόλληση μετάλλων με απλή επαφή,μετά από θέρμανσή τους στην φωτιά σιδηρουργείου | soldadura por simples aproximação através de aquecimento em forja |
environ. | συλλεχθέντα ούρα μετά την παροχή ενός χηλικού παράγοντος | urina recolhida após administração de um quelante |
law, commer., transp. | συμφωνία εξυπηρέτησης πελατών πριν και μετά την πώληση | acordo de serviço de venda e pós-venda |
law, commer., transp. | συμφωνία εξυπηρέτησης των πελατών μετά την πώληση | acordo de serviço de venda e pós-venda |
fin. | συμφωνία με τους αντιπροσώπους για τις πωλήσεις και τις υπηρεσίες μετά την πώληση | acordo de concessionário e de serviço |
fin. | συμφωνία πώλησης και εξυπηρέτησης μετά την πώληση αυτοκινήτων οχημάτων | acordo de serviço de venda e pós-venda de veículos automóveis |
law | συνέρχεται μετά από πρόσκληση του προέδρου του | reunir-se por convocação do seu presidente |
environ. | συνέχιση μετά από ενημέρωση | prévia informação e consentimento |
environ. | συνέχιση μετά από ενημέρωση | processo de consentimento prévio |
environ. | συναίνεση μετά από ενημέρωση | prévia informação e consentimento |
environ. | συναίνεση μετά από ενημέρωση | processo de consentimento prévio |
fin. | συναλλαγή μετά το κλείσιμο της αγοράς | transação fora de bolsa |
fin. | συναλλαγή που δεν έχει διακανονισθεί μετά την προβλεπόμενη ημερομηνία παράδοσης | transação em que títulos de capital continuam por liquidar após a data acordada para a sua entrega |
fin. | συναλλαγματική πληρωτέα μετά τη λήξη της | letra a prazo variável de data ou de vista |
med. | συνεργός παράγων με συμπλήρωμα με το μετα-μιτοχονδριακό κλάσμα | fração pós-mitocôndrica suplementada de cofatores |
med. | συνεργός παράγων με συμπλήρωμα με το μετα-μιτοχονδριακό κλάσμα | fração pós-mitocondrial adicionada de cofatores |
med. | συνύπαρξις υδρομυελίας μετά συριγγομυελίας | hidrossiringomielia |
met. | συρμάτινος δακτύλιος μετά βαφή και επαναφορά | fio redondo nervurado,temperado e revenido |
med. | συρρίκνωση κερατοειδούς μετά κερατίτιδα | ftise corneal (ulcus serpens corneae) |
fin. | συστατικά στοιχεία της αξίας των εργασιών που πραγματοποιούνται μετά την εισαγωγή | elementos constitutivos do valor das operações efetuadas após a importação |
med. | συστολή καρδιάς επισυμβαίνουσα μετά τον κανονικό της χρόνο | histerossístole |
health., med. | σχέδιο επιτήρησης του προϊόντος μετά τη διάθεσή του στην αγορά | plano de vigilância pós-comercialização |
Braz., comp., MS | σχήμα μετα-βάσης | esquema da metabase |
comp., MS | σχήμα μετα-βάσης | esquema de metabase |
gen. | Σύμβαση "περί εργασίας των γυναικών προ και μετά τον τοκετόν" | Convenção relativa ao Emprego das Mulheres antes e depois do Parto |
environ., UN | Σύμβαση του Ρόττερνταμ περί διαδικασίας συναίνεσης μετά από ενημέρωση για ορισμένα επικίνδυνα χημικά προϊόντα και προϊόντα φυτοπροστασίας στο διεθνές εμπόριο | Convenção de Roterdão relativa ao Procedimento de Prévia Informação e Consentimento para Determinados Produtos Químicos e Pesticidas Perigosos no Comércio Internacional |
environ., UN | Σύμβαση του Ρόττερνταμ περί διαδικασίας συναίνεσης μετά από ενημέρωση για ορισμένα επικίνδυνα χημικά προϊόντα και προϊόντα φυτοπροστασίας στο διεθνές εμπόριο | Convenção de Roterdã sobre o Procedimento de Consentimento Prévio Informado para o Comércio Internacional de Certas Substâncias Químicas e Agrotóxicos Perigosos |
gen. | σύναψη συμβάσεων μετά από προκήρυξη κλειστού διαγωνισμού | adjudicação de contratos após concurso limitado |
gen. | σύναψη συμβάσεως μετά από προκήρυξη διαγωνισμού | celebração de um contrato após o anúncio do concurso |
gen. | σύναψη συμβάσεως μετά από προκήρυξη διαγωνισμού | celebração de um contrato após abertura de concurso |
med. | σύνδρομο μετά από περικαρδιοτομή | síndrome pós-pericardiotomia |
med. | σύνδρομο μετα γαστρεκτομή | síndrome agástrica |
met. | σύρμα μετά βαφή και επαναφορά | fio temperado e revenido |
gen. | τέκνο που γεννήθηκε μετά το θάνατο του πατέρα του | filho póstumo |
fin. | τα ειδικά δάνεια εξοφλούνται μόνο μετά την απόσβεση των λοιπών χρεών της Tραπέζης | os empréstimos especiais só serão reembolsados após extinção das restantes dívidas do Banco |
agric., mech.eng. | ταυ μετά δικλείδος | T com válvula |
nat.sc., agric. | τεμάχιο που καταψύχεται μετά την ωρίμανση | bocado congelado após maturação |
construct. | τεχνικόν έργον εκκενώσεως διώρυγος μετά σίφωνος | vertedouro-sifão |
construct. | τεχνικόν έργον εκκενώσεως μετά κατακορύφων σωλήνων συνδεδυασμένον με υπόγειον υδαταγωγόν | evacuador com tubos verticais combinados com um aqueduto subterrâneo |
nat.sc., transp. | τεχνολογία του μετά την καύση σταδίου | tecnologia da pós-combustão |
fin., transp. | τμήματα πριν και μετά τα κεντρικά αεροδρόμια | segmentos anteriores e exteriores |
gen. | το μετά τη Χάγη Πρόγραμμα | Programa de Estocolmo |
environ. | τοπίο μετά την εξόρυξη | paisagem após mineração |
environ. | τοπίο μετά την εξόρυξη | paisagem (atividade mineira |
environ. | τοπίο μετά την εξόρυξη | paisagem actividade mineira |
med. | τρήμα που σχηματίζεται από την κοτυλιαία εντομή,μετά του εγκάρσιου συνδέσμου της κοτύλης | orifício isquiopúbico |
med. | τραύμα μετά την εξαγωγή | ferida de extração dental |
med. | τραύμα μετά την εξαγωγή | cicatriz de extração |
industr., construct., mech.eng. | τριβείον μετά δίσκου | lixadeira de disco |
industr., construct., mech.eng. | τριβείον μετά ιμάντος | lixadora de banda |
industr., construct., mech.eng. | τριβείον μετά ιμάντος | lixadora de cinta |
industr., construct., mech.eng. | τριβείον μετά ιμάντος | lixadeira de banda |
construct. | υδαταγωγός μετά πτώσεως | aqueduto com queda |
energ.ind. | υδροηλεκτρικό εργοστάσιο μετά τεχνητής λίμνης | central hidroelétrica de albufeira |
energ.ind. | υδροηλεκτρικό εργοστάσιο μετά τεχνητής λίμνης | central de albufeira |
el., construct. | υδροηλεκτρικό εργοστάσιο μετά φράγματος | central de regulação semanal |
el., construct. | υδροηλεκτρικό εργοστάσιο μετά φράγματος | central de regulação diária |
med. | υδροθεραπεία μετά προκλήσεως εφιδρώσεως | sudação terapêutica |
construct. | υδροληψία με εκχειλιστήν μετά συστολής | tomada de água com vertedouro contraído |
construct. | υδροληψία μετά βαθμολογημένης διόδου εκροής | tomada de água com conduta e com orifício controlado |
construct. | υδροληψία μετά διόδου εκροής | tomada de água com conduta |
construct. | υδροληψία μετά διόδου εκροής και με παροχήν εξηρτημένην εκ της στάθμης ανάντη και κατάντη | tomada de água com conduta cuja vazão depende dos níveis de montante e de jusante |
construct. | υδροληψία μετά διόδου ελευθέρας εκροής | tomada de água com conduta em queda livre |
agric. | υδροληψία μετά μετρητού Parshall | tomada de água com canal de aferição de Parshall |
construct. | υδροληψία μετά ξυλίνης διόδου εκροής | tomada de água com calha de madeira |
construct. | υδροληψία μετά ραμφοειδούς εκχειλιστού | tomada de água com descarregador em bico de pato |
agric. | υδροληψία μετά στομίου υπό σταθερόν φορτίον | tomada de água com orifício sob carga constante |
construct. | υδροληψία μετά σωληνωτού στομίου και ημιαυτομάτου ρυθμιστού σταθεράς παροχής | tomada de água de conduta com semimódulo |
construct. | υδροληψία μετά σωληνωτού στομίου τύπου ανοικτής διώρυγος | tomada de água de conduta com canal a céu aberto |
agric. | υδροληψία μετά τριγωνικού εκχειλιστού | tomada de água com vertedouro triangular |
construct. | υδροληψία μετ'αυτομάτου ρυθμιστού σταθεράς παροχής μετά δύο ασπίδων | tomada de água com módulo a duplo orifício |
agric. | υλοτομία αποψιλωτική μετά παρακρατημάτων | corte raso com reservas |
agric. | υλοτομία μετά παρακρατημάτων | corte de abertura |
agric., mech.eng. | υνίον συγκεκολλημένον μετά στρώσεως | relha soldada à parte do arado que se encontra no lado da terra |
med. | υπέρταση μετά τον τοκετό | hipertensão pós-partal |
med. | υπέρταση μετά τον τοκετό | hipertensão pós-gravídica |
econ. | υπηρεσία εξυπηρέτησης πελατών μετά την πώληση | serviço após venda |
Braz., comp., MS | Υπηρεσίες μετα-καταλόγων της υπηρεσίας καταλόγου Active Directory | Active Directory Metadirectory Services |
comp., MS | Υπηρεσίες μετα-καταλόγων της υπηρεσίας καταλόγου Active Directory | Serviços de Metadirectório do Active Directory |
el. | υποβάθμιση του σήματος μετά τη φώραση | degradação do sinal pós-deteção |
agric. | υπολείμματα σπόρων μετά την απόσταξη | resíduos dos grãos após destilação |
gen. | υπό συνθήκες µετά από κρίση | situação de pós-crise |
construct. | υπόγειος οχετός μετά φρεάτων εισόδου και εξόδου | aqueduto subterrâneo com poço de entrada e de saída |
agric. | υπόλειμμα μετά την παραλαβή του ελαιολάδου | bagaço de azeitona |
coal. | υπόλοιπο διατρήματος φέρον ποσότητα εκρηκτικής ύλης μετά από έκρηξη | rabo de tiro com explosivo |
gen. | φάση μετά την αποσύνθεση | fase de pós-desmontagem |
industr., construct. | φλοιός μετά την αφαίρεση των χρωστικών ουσιών | casco tanante esgotado |
construct. | φράγμα εκτροπής μετά διόδων | barragem aberta de derivação |
construct. | φράγμα εκτροπής μετά διόδων | barragem aberta |
construct. | φράγμα μετά διόδων | barragem a comportas |
agric. | φύτευσις μετά της συσκευασίας | plantação em embalagem perdida |
met. | χαλυβδοταινία μετά από διαδοχική ελαφρή έλαση | banda endurecida |
med. | χηλοειδές μετά από εμβολιασμό | reação vacinal queloide |
fin. | χρηματοδότηση μετά από επενδύσεις | financiamento posterior de investimento |
agric. | χρυσαλλίδα του μεταξοσκώληκα μετά την αφαίρεση του κουκουλιού της | crisálida do bicho-da-seda desembaraçada do casulo |
agric. | χρώση του ζυθογλεύκους μετά την όπτηση | coloração do mosto após ebulição |
Braz., comp., MS | Χώρος αποθήκευσης μετα-δεδομένων | Repositório de Metadados |
comp., MS | Χώρος αποθήκευσης μετα-δεδομένων | Arquivo de Metadados |
Braz., comp., MS | Χώρος αποθήκευσης μετα-δεδομένων BDC | Repositório de Metadados BDC |
comp., MS | Χώρος αποθήκευσης μετα-δεδομένων BDC | Arquivo de Metadados do BDC |
gen. | ψήφισμα μετά από δήλωση | resolucão na sequência de declaração |
med. | ψευδοχειλοειδή μετά από εμβολιασμό | pseudoqueloide pós-vacinal |
tech., law, nucl.phys. | όριο μέσης ποιότητας μετά από έλεγχο | limite da qualidade média rectificada |