DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing κατάστημα | all forms
GreekPortuguese
εμπορευόμενος χωρίς κατάστημαnegociante sem estabelecimento
κατάστημα αδασμολογήτων ειδώνloja franca
κατάστημα αφορολογήτων ειδώνloja franca
κατάστημα αφορολόγητων ειδώνloja franca
κατάστημα με άδεια για επιτόπια κατανάλωσηestabelecimento com licença para consumo no local
κατάστημα με άδεια για κατανάλωση εκτός του σημείου πώλησηςestabelecimento que possui licença para venda mas não para consumo no local
κατάστημα τραπέζηςsucursal
μέσο κατώτατο όριο αποδοτικότητας για κάθε κατάστημα πώλησηςlimiar de rendibilidade médio por ponto de venda
τοπικό εμπορικό κατάστημαcomércio de proximidade