Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Terms
for subject
Labor law
containing
ικανότητα
|
all forms
Greek
Portuguese
αξιολόγηση των φυσικών
ικανοτήτων
avaliação das capacidades físicas
αποδεικτικό ναυτικής
ικανότητας
για τα σκάφη
certificado de condução de embarcações
γενικές
ικανότητες
qualificação normal
γενικές
ικανότητες
experiência geral
δοκιμασία επαγγελματικών
ικανοτήτων
exame de aptidão profissional
εκτίμηση των φυσικών
ικανοτήτων
avaliação das capacidades físicas
ενδογενής αναπτυξιακή
ικανότητα
capacidade de desenvolvimento endógeno
επαγγελματικές
ικανότητες
capacidade profissional
επαγγελματική
ικανότητα
capacidade de trabalho
ικανότητα
βιοπορισμού
capacidade de ganho
ικανότητα
προσαρμογής
capacidade de adaptação
ικανότητα
προσαρμογής
adaptabilidade
μείωση των ακουστικών
ικανοτήτων
baixa das qualidades acústicas
μηχανισμός απολογισμού και αξιολόγησης των
ικανοτήτων
dispositivo de balanço e de avaliação das competências
προσαρμοστική
ικανότητα
της αγοράς εργασίας
capacidade de adaptação do mercado do trabalho
σύστημα αξιολόγησης με βάση τις
ικανότητες
και επιδόσεις
sistema de apreciação e remuneração do mérito
Get short URL