DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing ικανότητα | all forms
GreekPortuguese
αξιολόγηση των φυσικών ικανοτήτωνavaliação das capacidades físicas
αποδεικτικό ναυτικής ικανότητας για τα σκάφηcertificado de condução de embarcações
γενικές ικανότητεςqualificação normal
γενικές ικανότητεςexperiência geral
δοκιμασία επαγγελματικών ικανοτήτωνexame de aptidão profissional
εκτίμηση των φυσικών ικανοτήτωνavaliação das capacidades físicas
ενδογενής αναπτυξιακή ικανότηταcapacidade de desenvolvimento endógeno
επαγγελματικές ικανότητεςcapacidade profissional
επαγγελματική ικανότηταcapacidade de trabalho
ικανότητα βιοπορισμούcapacidade de ganho
ικανότητα προσαρμογήςcapacidade de adaptação
ικανότητα προσαρμογήςadaptabilidade
μείωση των ακουστικών ικανοτήτωνbaixa das qualidades acústicas
μηχανισμός απολογισμού και αξιολόγησης των ικανοτήτωνdispositivo de balanço e de avaliação das competências
προσαρμοστική ικανότητα της αγοράς εργασίαςcapacidade de adaptação do mercado do trabalho
σύστημα αξιολόγησης με βάση τις ικανότητες και επιδόσειςsistema de apreciação e remuneração do mérito