DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Technology containing ικανότητα | all forms
GreekPortuguese
έλεγχος μεταβλητής ικανότηταςregulação modulante
διακριτική ικανότηταresolução
δοκιμασία ικανότηταςensaio de qualificação
ικανότητα διαχωρισμούpoder de resolução
ικανότητα επανεκκίνησηςcapacidade de reposição do serviço
ικανότητα επιταχυμέτρου σε υπερφόρτισηcapacidade de sobrecarga
ικανότητα παροχής υπηρεσίας επανεκκίνησης συστήματοςcapacidade de reposição do serviço
χωρική διακριτική ικανότηταresolução espacial