Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Terms
for subject
Transport
containing
ικανότητα
|
all forms
Greek
Portuguese
άδεια επαγγελματία χειριστή με
ικανότητα
πτήσης με όργανα
licença de piloto comercial com qualificação de instrumentos
άδεια επαγγελματία χειριστή με
ικανότητα
πτήσης με όργανα σε ισχύ
licença de piloto comercial válida com qualificação de instrumentos
άδεια
ικανότητας
οδήγησης
carta de condução
έλεγχοι
ικανότητας
από τον αερομεταφορέα
testes de proficiência de operador
έλεγχος
ικανότητας
από τον αερομεταφορέα
teste de proficiência de operador
βασική κυκλοφοριακή
ικανότητα
capacidade de base
δείκτης ελάχιστης
ικανότητας
φόρτισης
índice de capacidade de carga mínimo
δείκτης
ικανότητας
φόρτισης
índice de capacidade de carga
δείκτης κυκλοφοριακής
ικανότητας
índice de capacidade
διαλυτική
ικανότητα
poder dissolvente
δυνατή κυκλοφοριακή
ικανότητα
capacidade possível
εγκεκριμένα δεδομένα πτητικής
ικανότητας
boletim de serviço
ειδικές
ικανότητες
χειριστή
instrutor de voo por instrumentos
εκπαιδευτής για
ικανότητα
τύπου
instrutor em qualificação de tipo
εξέταση
τεστ
επιδεξιότητας σε
ικανότητα
τύπου ή κατηγορίας
teste de capacidades em qualificação de tipo ou classe
εξεταστής για
ικανότητα
τύπου
examinador em qualificação de tipo
επιβεβαίωση της χρηματοοικονομικής
ικανότητας
reafirmar a competência financeira
ικανότητα
αιώρησης
capacidade de voo estacionário
ικανότητα
αναρρίχησης στις απαιτούμενες κλίσεις
capacidade de transposição dos declives requeridos
ικανότητα
απεμπλοκής
poder dissolvente
ικανότητα
για υπηρεσία σε θαλασσοπλοούντα πλοία
poder continuar a exercer funções no mar
ικανότητα
διαδρόμου
capacidade da pista
ικανότητα
διύλισης
poder filtrante
Ικανότητα
, ειδικότητα
qualificação
Ικανότητα
, ειδικότητα
averbamento
ικανότητα
εκκίνησης σε ανηφορικό έδαφος
capacidade de arranque em subida
ικανότητα
ελευθέρωσης τερματικού
capacidade de embarque do terminal
ικανότητα
κατηγορίας
qualificação de classe
ικανότητα
πραγματοποίησης ελιγμών
capacidade de manobrar
ικανότητα
προσαρμογής σε διαφορετικές χρήσεις
polivalência
ικανότητα
πτήσεως δι'οργάνων
qualificação de voo por instrumentos
ικανότητα
πτήσεως δι'οργάνων
qualificação VPI
ικανότητα
πτήσης με όργανα
qualificação de instrumentos
ικανότητα
ραδιοναυτιλίας
taxa de radiofarol direcional
ικανότητα
συντήρησης
apetência para ser conservado
ικανότητα
τύπου
qualificação de tipo
ικανότητα
φόρτωσης
volume de carga
καταμερισμός της κυκλοφορίας με βάση την κυκλοφοριακή
ικανότητα
atribuição com restrição
κατανομή της μεταφορικής
ικανότητας
partilha da capacidade
κατανομή της μεταφορικής
ικανότητας
επιβατών μεταξύ αερομεταφορέων
partilha da capacidade de transporte de passageiros entre transportadoras aéreas
κυκλοφοριακή
ικανότητα
capacidade de tráfego
κυκλοφοριακή
ικανότητα
μελέτης
capacidade prática
κυκλοφοριακή
ικανότητα
μελέτης
capacidade de projecto
κυλινδρική φέρουσα
ικανότητα
suporte cilíndrico
Κώδικας πτητικής
ικανότητας
normas de navegabilidade
Κώδικας πτητικής
ικανότητας
código de aeronavegabilidade
με αυξημένη
ικανότητα
melhorado
μειωμένη
ικανότητα
οδήγησης
prejuízo
μειωμένη
ικανότητα
οδήγησης
dano
μερίδιο μεταφορικής
ικανότητας
partilha de capacidade
μεταφορική
ικανότητα
capacidade de transporte de passageiros
μεταφορική
ικανότητα
capacidade
μη πτητική
ικανότητα
incapacidade para voar
μονάδα
ικανότητας
unidade de competência
ναύλωση χώρου ή
ικανότητας
afretamento de espaço ou de capacidade
ξηραντική
ικανότητα
poder secativo
πίνακας μεταβολής της
ικανότητας
φόρτισης συναρτήσει της ταχύτητας
tabela de variação da capacidade de carga em função da velocidade
παράγοντας
ικανότητας
elemento de competência
περιοδικοί έλεγχοι
ικανοτήτων
verificações de proficiência
πιστοποιητικό επαγγελματικής
ικανότητας
certificado de qualificação profissional
πιστοποιητικό περιορισμένης
ικανότητας
certificado restrito
πιστοποιητικό πτητικής
ικανότητας
' πιστοποιητικό αξιοπλοϊας
certificado de navegabilidade
πλήρης επιχειρησιακή
ικανότητα
plena capacidade operacional
πλεονάζουσα μεταφορική
ικανότητα
excesso de capacidade estrutural de carga
προσαρμογή μεταφορικής
ικανότητας
ajustamento de capacidade
προσθήκη τύπου αεροσκάφους στις
ικανότητες
χειριστή
conversão tipo
πρόγραμμα διαχείρισης της μεταφορικής
ικανότητας
programa de gestão de capacidades
πρόγραμμα συντήρησης συνεχούς πτητικής
ικανότητας
manutenção contínua de aeronavegabilidade
σειρά
μαθημάτων
ικανότητας
κατηγορίας
curso de qualificação de classe
σειρά
μαθημάτων
ικανότητας
τύπου
curso de qualificação de tipo
συγκολλητική
ικανότητα
poder aglutinante
συμφωνία κατανομής της
ικανότητας
acordo de partilha de capacidade
συμφωνία μη χρησιμοποίησης της μεταφορικής
ικανότητας
acordo de não utilização de capacidades
σύστημα διαπίστωσης των
ικανοτήτων
των επιθεωρητών
sistema de qualificação dos inspetores
τονοχιλιομετρική
ικανότητα
capacidade tonelada-milha
υστέρηση σε φέρουσα
ικανότητα
discrepâncias de suporte
χρησιμοποίηση της μεταφορικής
ικανότητας
του πλοίου
aproveitamento da capacidade de carga do navio
όριο μεταφορικής
ικανότητας
οχήματος
limite de capacidade de um veículo
Get short URL