DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing ικανότητα | all forms
GreekPortuguese
άδεια επαγγελματία χειριστή με ικανότητα πτήσης με όργαναlicença de piloto comercial com qualificação de instrumentos
άδεια επαγγελματία χειριστή με ικανότητα πτήσης με όργανα σε ισχύlicença de piloto comercial válida com qualificação de instrumentos
άδεια ικανότητας οδήγησηςcarta de condução
έλεγχοι ικανότητας από τον αερομεταφορέαtestes de proficiência de operador
έλεγχος ικανότητας από τον αερομεταφορέαteste de proficiência de operador
βασική κυκλοφοριακή ικανότηταcapacidade de base
δείκτης ελάχιστης ικανότητας φόρτισηςíndice de capacidade de carga mínimo
δείκτης ικανότητας φόρτισηςíndice de capacidade de carga
δείκτης κυκλοφοριακής ικανότηταςíndice de capacidade
διαλυτική ικανότηταpoder dissolvente
δυνατή κυκλοφοριακή ικανότηταcapacidade possível
εγκεκριμένα δεδομένα πτητικής ικανότηταςboletim de serviço
ειδικές ικανότητες χειριστήinstrutor de voo por instrumentos
εκπαιδευτής για ικανότητα τύπουinstrutor em qualificação de tipo
εξέταση τεστ επιδεξιότητας σε ικανότητα τύπου ή κατηγορίαςteste de capacidades em qualificação de tipo ou classe
εξεταστής για ικανότητα τύπουexaminador em qualificação de tipo
επιβεβαίωση της χρηματοοικονομικής ικανότηταςreafirmar a competência financeira
ικανότητα αιώρησηςcapacidade de voo estacionário
ικανότητα αναρρίχησης στις απαιτούμενες κλίσειςcapacidade de transposição dos declives requeridos
ικανότητα απεμπλοκήςpoder dissolvente
ικανότητα για υπηρεσία σε θαλασσοπλοούντα πλοίαpoder continuar a exercer funções no mar
ικανότητα διαδρόμουcapacidade da pista
ικανότητα διύλισηςpoder filtrante
Ικανότητα, ειδικότηταqualificação
Ικανότητα, ειδικότηταaverbamento
ικανότητα εκκίνησης σε ανηφορικό έδαφοςcapacidade de arranque em subida
ικανότητα ελευθέρωσης τερματικούcapacidade de embarque do terminal
ικανότητα κατηγορίαςqualificação de classe
ικανότητα πραγματοποίησης ελιγμώνcapacidade de manobrar
ικανότητα προσαρμογής σε διαφορετικές χρήσειςpolivalência
ικανότητα πτήσεως δι'οργάνωνqualificação de voo por instrumentos
ικανότητα πτήσεως δι'οργάνωνqualificação VPI
ικανότητα πτήσης με όργαναqualificação de instrumentos
ικανότητα ραδιοναυτιλίαςtaxa de radiofarol direcional 
ικανότητα συντήρησηςapetência para ser conservado
ικανότητα τύπουqualificação de tipo
ικανότητα φόρτωσηςvolume de carga
καταμερισμός της κυκλοφορίας με βάση την κυκλοφοριακή ικανότηταatribuição com restrição
κατανομή της μεταφορικής ικανότηταςpartilha da capacidade
κατανομή της μεταφορικής ικανότητας επιβατών μεταξύ αερομεταφορέωνpartilha da capacidade de transporte de passageiros entre transportadoras aéreas
κυκλοφοριακή ικανότηταcapacidade de tráfego
κυκλοφοριακή ικανότητα μελέτηςcapacidade prática
κυκλοφοριακή ικανότητα μελέτηςcapacidade de projecto
κυλινδρική φέρουσα ικανότηταsuporte cilíndrico
Κώδικας πτητικής ικανότηταςnormas de navegabilidade
Κώδικας πτητικής ικανότηταςcódigo de aeronavegabilidade
με αυξημένη ικανότηταmelhorado
μειωμένη ικανότητα οδήγησηςprejuízo
μειωμένη ικανότητα οδήγησηςdano
μερίδιο μεταφορικής ικανότηταςpartilha de capacidade
μεταφορική ικανότηταcapacidade de transporte de passageiros
μεταφορική ικανότηταcapacidade
μη πτητική ικανότηταincapacidade para voar
μονάδα ικανότηταςunidade de competência
ναύλωση χώρου ή ικανότηταςafretamento de espaço ou de capacidade
ξηραντική ικανότηταpoder secativo
πίνακας μεταβολής της ικανότητας φόρτισης συναρτήσει της ταχύτηταςtabela de variação da capacidade de carga em função da velocidade
παράγοντας ικανότηταςelemento de competência
περιοδικοί έλεγχοι ικανοτήτωνverificações de proficiência
πιστοποιητικό επαγγελματικής ικανότηταςcertificado de qualificação profissional
πιστοποιητικό περιορισμένης ικανότηταςcertificado restrito
πιστοποιητικό πτητικής ικανότητας' πιστοποιητικό αξιοπλοϊαςcertificado de navegabilidade
πλήρης επιχειρησιακή ικανότηταplena capacidade operacional
πλεονάζουσα μεταφορική ικανότηταexcesso de capacidade estrutural de carga
προσαρμογή μεταφορικής ικανότηταςajustamento de capacidade
προσθήκη τύπου αεροσκάφους στις ικανότητες χειριστήconversão tipo
πρόγραμμα διαχείρισης της μεταφορικής ικανότηταςprograma de gestão de capacidades
πρόγραμμα συντήρησης συνεχούς πτητικής ικανότηταςmanutenção contínua de aeronavegabilidade
σειρά μαθημάτων ικανότητας κατηγορίαςcurso de qualificação de classe
σειρά μαθημάτων ικανότητας τύπουcurso de qualificação de tipo
συγκολλητική ικανότηταpoder aglutinante
συμφωνία κατανομής της ικανότηταςacordo de partilha de capacidade
συμφωνία μη χρησιμοποίησης της μεταφορικής ικανότηταςacordo de não utilização de capacidades
σύστημα διαπίστωσης των ικανοτήτων των επιθεωρητώνsistema de qualificação dos inspetores
τονοχιλιομετρική ικανότηταcapacidade tonelada-milha
υστέρηση σε φέρουσα ικανότηταdiscrepâncias de suporte
χρησιμοποίηση της μεταφορικής ικανότητας του πλοίουaproveitamento da capacidade de carga do navio
όριο μεταφορικής ικανότητας οχήματοςlimite de capacidade de um veículo