DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Environment containing εργαστηριο | all forms
GreekPortuguese
εργαστήριο υποστήριξης από το έδαφοςlaboratório terrestre de apoio
ευρωπαϊκό εργαστήριο για τα οικολογικά προϊόνταseminário europeu sobre os ecoprodutos
κεντρικό εργαστήριο για τη ρύπανση της ατμόσφαιραςLaboratório Central para a Poluição Atmosférica
κινητό εργαστήριοlaboratório móvel para análise
υπόγειο εργαστήριο για την αποθήκευση αποβλήτωνlaboratório subterrâneo para a armazenagem de resíduos