DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing εργαστηριο | all forms
GreekPortuguese
αντικαταστάσιμο στο εργαστήριο συναρμολόγημαmódulo substituível em oficina
αυτοκίνητο ακτινολογικό εργαστήριοcamião radiológico
αυτοκίνητο εργαστήριοcamião-oficina
αυτοκίνητο εργαστήριοcarrro-laboratório
εργαστήριο ελεγχόμενης καθαρότητας αέραespaço limpo
συγκρότημα προς αντικατάσταση στο εργαστήριοmódulo substituível em oficina
όχημα ραδιολογικό εργαστήριοcarrruagem radiológica