Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Czech
Danish
Dutch
English
French
German
Hebrew
Italian
Polish
Portuguese
Russian
Spanish
Terms
for subject
Pharmacy and pharmacology
containing
ασφαλειας
|
all forms
Greek
Portuguese
έκθεση
ασφάλειας
για την αναφορά μεμονωμένου περιστατικού
relatórios sobre casos específicos de segurança
έκθεση περιοδικής παρακολούθησης της
ασφάλειας
Relatório Periódico de Segurança
έκθεση περιοδικής παρακολούθησης της
ασφάλειας
μιας
μοναδικής
ουσίας
relatório periódico de segurança específico de um único princípio ativo
έκθεση περιοδικής παρακολούθησης της
ασφάλειας
μιας
μοναδικής
ουσίας
relatório periódico de segurança específico
έκθεση περιοδικής παρακολούθησης της
ασφάλειας
μιας
μοναδικής
ουσίας
RPS específico
αυτόνομη
μεμονωμένη
έκθεση περιοδικής παρακολούθησης της
ασφάλειας
RPS independente
αυτόνομη
μεμονωμένη
έκθεση περιοδικής παρακολούθησης της
ασφάλειας
relatório periódico de segurança independente
ζώνη
ασφαλείας
armadura
μελέτη
ασφαλείας
μετά την έγκριση του φαρμάκου
estudo de segurança pós-autorização
μετεγκριτική μελέτη
ασφαλείας
estudo de segurança pós-autorização
μη παρεμβατική μετεγκριτική μελέτη
ασφάλειας
estudo de segurança pós-autorização sem intervenção
μηχανικός
ασφάλειας
εγκαταστάσεων
engenheiro de segurança
περιοδικές ενημερώσεις
ασφαλείας
atualizações periódicas de segurança
φαρμακολογία
ασφάλειας
farmacologia de segurança
Get short URL