DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing αντίγραφο | all forms
GreekPortuguese
ακριβές αντίγραφοconforme com o original
ακριβές αντίγραφοcópia conforme
αντίγραφο εξέτασηςexemplar de exame
αντίγραφο κλήσεωςcópia de um ato
αντίγραφο της αποφάσεωςtraslado
αντίγραφο φακέλουexemplar do processo
δεόντως επικυρωμένο αντίγραφοcópia devidamente autenticada
κυρωμένο αντίγραφο ; πιστό επικυρωμένο αντίγραφο; το πιστόν του αντιγράφουcópia autenticada
κυρωμένο αντίγραφο ; πιστό επικυρωμένο αντίγραφο; το πιστόν του αντιγράφουcertidão
κύριο αντίγραφοversão matriz
κύριο αντίγραφοtexto matriz