DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing έδρα | all forms
GreekPortuguese
έδρα της Π.Τ.Εpaís-sede da União
έδρα του Δικαστηρίουlocal onde o Tribunal tem a sua sede
δαπάνες για την κεντρική έδραdespesas de sede
διαπιστώνει ότι η έδρα κατέστη κενήconstatar a vaga
εταιρική έδραsede social
εφαρμοστέο δίκαιο του τόπου όπου έχει την έδρα το επιλαμβανόμενο δικαστήριοlex fori
η έδρα των νομικών προσώπωνsede das pessoas coletivas
η καταστατική έδρα των εταιριών αυτώνa sede social destas sociedades
καταστατική έδραsede estatutária
καταστατική έδρα μιας εταιρείαςsede estatutária de uma sociedade
προσδιορισμός τόπου επιδόσεων στην έδρα του Δικαστηρίουdomicílio escolhido no lugar da sede do Tribunal
προσδιορισμός τόπου επιδόσεων στην έδρα του Πρωτοδικείουdomicílio escolhido no lugar da sede do Tribunal
συμφωνία για την έδραacordo de sede
φορολογική έδραresidente fiscal