DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing άδεια | all forms
GreekPortuguese
Άδεια πληρώματος πτήσηςlicença de tripulante
άδεια άσκησης εμπορικής δραστηριότηταςlicença de comércio
άδεια γιά πτήση όψης υπεράνω νεφώνautorização de voo VFR acima de nuvens
άδεια για τις οδικές εμπορευματικές μεταφορέςlicença de transportes rodoviários nas fronteiras
άδεια εκμετάλλευσηςlicença de exploração
άδεια εκτέλεσης δρομολογίουlicença de rota
άδεια επαγγελματία χειριστή με ικανότητα πτήσης με όργαναlicença de piloto comercial com qualificação de instrumentos
άδεια επαγγελματία χειριστή με ικανότητα πτήσης με όργανα σε ισχύlicença de piloto comercial válida com qualificação de instrumentos
άδεια ικανότητας οδήγησηςcarta de condução
άδεια ιπταμένου μηχανικούlicença de Engenheiro de Voo
άδεια κυκλοφορίαςbilhete gratuito
άδεια κυκλοφορίαςautorização de circulação
άδεια κυκλοφορίαςdocumento único automóvel
άδεια κυκλοφορίαςcertificado de matrícula
άδεια κυκλοφορίας οχήματοςlicença de circulação de um veículo
άδεια οδήγησης τύπου "πιστωτικής κάρτας"carta de condução do tipo "cartão de crédito"
άδεια προσέγγισηςautorização de aproximação
άδεια πτήσηςautorização de voo
άδεια σιδηροδρομικής επιχείρησηςlicença da empresa ferroviária
άδεια υπέρβασηςautorização por saturação de capacidade
άδεια υποβληθείσα προς έγκρισηlicença novamente apresentada para aprovação
άδεια χειριστήlicença de voo
άδεια χειριστή εναερίων γραμμώνlicença de piloto de linha aérea
άδεια χειριστή εναερίων γραμμών σε ισχύlicença de piloto de linha aérea válida
αναμενόμενη άδεια προσέγγισηςautorização para aproximação prevista
βασική άδεια επαγγελματία χειριστήlicença de piloto comercial de aviões
ηλεκτρονικό σύστημα για την άδεια ταξιδίουsistema electrónico de autorização de viagem
κύρια άδεια πτήσεωςnota de autorização de voo
με άδεια ως το σχέδιο πτήσεωςautorizado tal como solicitado
προσωρινή άδεια εκμετάλλευσηςlicença de exploração temporária
πτητική άδειαlicença de voo
ωκεανική άδειαautorização oceânica