DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Natural sciences containing Κοινοτητας | all forms
GreekPortuguese
βενθική κοινότηταcomunidade bêntica
βενθική κοινότηταcomunidade bentónica
διασύνδεση έρευνας-επιστημονικής κοινότηταςbinómio investigação-comunidade científica
ειδικό πρόγραμμα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης προς εκτέλεση από το Κοινό Κέντρο Ερευνών για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειαςprograma específico de investigação e desenvolvimento tecnológico a executar pelo Centro Comum de Investigação para a Comunidade Europeia da Energia Atómica
η κοινότητα,που ονομάζεται και βιοτική κοινότητα,είναι η έμβια συνιστώσα ενός οικοσυστήματοςa comunidade,também designada por comunidade biótica,é a componente viva do ecossistema
καταληκτική κοινότηταcomunidade clímax
ποολιβαδική κοινότηταcomunidade herbácea