Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian Latin
Spanish
Tatar
Terms
for subject
Environment
containing
Άδεια
|
all forms
Greek
Portuguese
άδεια
έρευνας
autorização de prospeção
άδεια
αλιείας
licenças de pesca
άδεια
/αποδοχή/έγκριση/συγκατάθεση/σύμφωνη γνώμη
permissão
άδεια
/αποδοχή/έγκριση/συγκατάθεση/σύμφωνη γνώμη
autorização
άδεια
αποθήκευσης
licença de armazenamento
άδεια
για εξαγωγή
licenças de exportação
άδεια
για κοινωνικούς λόγους
licença
de férias
especial
άδεια
για κοινωνικούς λόγους
licenças
aspectos sociais
άδεια
εισαγωγής
licenças de importação
άδεια
εισαγωγής αποβλήτων
autorização de importação de detritos
άδεια
εισαγωγής αποβλήτων
licenças de importação de resíduos
άδεια
εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου
título de emissão de gases com efeito de estufa
άδεια
εξερεύνησης
autorização de prospeção
άδεια
ηλεκτρική στήλη
bateria esgotada
άδεια
κατασκευής
licenças de construção
άδεια
κυνηγίου
licenças de caça
άδεια
κυνηγίου/κυνηγετική άδεια
licenças de caça
άδεια
κυνηγίου/κυνηγετική άδεια
licença de caça
άδεια
λειτουργίας χώρου υγειονομικής ταφής
licença de exploração de um aterro
έγκριση
τύπου
/επικύρωση/επιβεβαίωση/αποδοχή/
άδεια
homologação
αργία/
άδεια
/εορτή/διακοπές
férias
αργία/
άδεια
/εορτή/διακοπές
"férias, feriado"
διαπραγματεύσιμη
άδεια
autorização negociável
διαπραγματεύσιμη
άδεια
licenças negociáveis
ειδική
άδεια
autorização especial
ειδική
άδεια
autorizações especiais
εξαγωγική
άδεια
licenças de exportação
εξαγωγική
άδεια
/άδεια για εξαγωγή
licenças de exportação
εξαγωγική
άδεια
/άδεια για εξαγωγή
licença de exportação
εξουσιοδότηση/
άδεια
/έγκριση
autorizações
εξουσιοδότηση/
άδεια
/έγκριση
autorização
κυνηγετική
άδεια
licenças de caça
οικοδομική
άδεια
autorização de planeamento
οικοδομική
άδεια
autorizações de planeamento
οικοδομική
άδεια
licenças de construção
οικοδομική
άδεια
/άδεια κατασκευής
licenças de construção
οικοδομική
άδεια
/άδεια κατασκευής
licença de construção
περιβαλλοντική
άδεια
licença aplicável ao ambiente
περιβαλλοντική
άδεια
licença ambiental
περιβαλλοντική
άδεια
licenças ambientais
συγκατάθεση κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης,
άδεια
εκ των προτέρων
prévia informação e consentimento
Get short URL