Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Hebrew
Hindi
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Punjabi
Romanian
Russian
Serbian Latin
Spanish
Tatar
Terms
for subject
General
containing
Άδεια
|
all forms
Greek
Portuguese
άδεια
αντισταθμιστικού χαρακτήρα
descanso compensatório
άδεια
για προσωπικούς λόγους
licença sem vencimento
άδεια
για τη φροντίδα εξαρτώμενου μέλους
licença filial
άδεια
διέλευσης
autorização de trânsito
άδεια
διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους
autorização de residência humanitária
άδεια
διαµονής ενιαίου τύπου
modelo uniforme de título de residência
άδεια
εξαγωγής
autorização de exportação
άδεια
ορισμένου χρόνου διαμονής
autorização de admissão temporária
άδεια
χωρίς αποδοχές
licença sem vencimento
έγκυρη
άδεια
διαμονής
visto válido
αναρρωτική
άδεια
falta por doença
ειδική
άδεια
για την εκπλήρωση στρατιωτικής ή ανάλογης πολιτικής θητείας
interrupção específica para a prestação de serviço militar ou nacional
ειδική
άδεια
παραμονής
autorização de estadia
εκδίδω
άδεια
ελευθέρας διακινήσεως
entregar um salvo-conduto
εκδίδω
άδεια
ελευθέρας διακινήσεως
entregar um livre-trânsito
Επιτροπή για την
άδεια
οδήγησης
Comité da carta de condução
η
άδεια
πρέπει να ζητηθεί προ της λήξεως του πρώτου έτους
a autorização deve ser requerida antes do final do primeiro ano
οδοιπορική
άδεια
tempo de transporte
περιοχή που καλύπτεται από την
άδεια
área abrangida na licença
πρόσθετη
άδεια
ανάλογα με την ηλικία
dia de férias suplementar em função da idade
πρόσωπο στο οποίο έχει δοθεί
άδεια
διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους
pessoa autorizada a residir por razões humanitárias
συμψηφιστική
άδεια
descanso de compensação
το Συμβούλιο δύναται να ανακαλέσει την
άδεια
αυτή
esta autorização pode ser revogada pelo Conselho
φέρων
άδεια
διέλευσης
portador do salvo-conduto
όπλο για τα οποίο απαιτείται
άδεια
arma sujeita a autorização
Get short URL