DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing Άδεια | all forms
GreekPortuguese
άδεια αντισταθμιστικού χαρακτήραdescanso compensatório
άδεια για προσωπικούς λόγουςlicença sem vencimento
άδεια για τη φροντίδα εξαρτώμενου μέλουςlicença filial
άδεια διέλευσηςautorização de trânsito
άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγουςautorização de residência humanitária
άδεια διαµονής ενιαίου τύπουmodelo uniforme de título de residência
άδεια εξαγωγήςautorização de exportação
άδεια ορισμένου χρόνου διαμονήςautorização de admissão temporária
άδεια χωρίς αποδοχέςlicença sem vencimento
έγκυρη άδεια διαμονήςvisto válido
αναρρωτική άδειαfalta por doença
ειδική άδεια για την εκπλήρωση στρατιωτικής ή ανάλογης πολιτικής θητείαςinterrupção específica para a prestação de serviço militar ou nacional
ειδική άδεια παραμονήςautorização de estadia
εκδίδω άδεια ελευθέρας διακινήσεωςentregar um salvo-conduto
εκδίδω άδεια ελευθέρας διακινήσεωςentregar um livre-trânsito
Επιτροπή για την άδεια οδήγησηςComité da carta de condução
η άδεια πρέπει να ζητηθεί προ της λήξεως του πρώτου έτουςa autorização deve ser requerida antes do final do primeiro ano
οδοιπορική άδειαtempo de transporte
περιοχή που καλύπτεται από την άδειαárea abrangida na licença
πρόσθετη άδεια ανάλογα με την ηλικίαdia de férias suplementar em função da idade
πρόσωπο στο οποίο έχει δοθεί άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγουςpessoa autorizada a residir por razões humanitárias
συμψηφιστική άδειαdescanso de compensação
το Συμβούλιο δύναται να ανακαλέσει την άδεια αυτήesta autorização pode ser revogada pelo Conselho
φέρων άδεια διέλευσηςportador do salvo-conduto
όπλο για τα οποίο απαιτείται άδειαarma sujeita a autorização