DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Chemistry containing υλικό | all forms
GreekEnglish
αδρανές πολυμερές υλικόinert polymeric material
ανακτημένο υλικόrecovered material
αποκαθαλατικό υλικό για τους ατμολέβητεςscale solvent
αποκαθαλατικό υλικό για τους ατμολέβητεςdisincrustant
αφρώδες υλικό πολλών στρώσεωνbuilt-up foam slab
διογκωμένο υλικόstructural foam
διογκωμένο υλικό με συμπαγή επιφάνειαintegral skin foam
διογκωμένο υλικό που προέρχεται από διογκωμένους κόκκουςfoaming expandable beads
διογκωμένο υλικό που προέρχεται από διογκωμένους κόκκουςexpandable PS moulding
διογκωμένο υλικό τύπου "σάντουϊτς"foam laminate
εξαντλημένο υλικόspent oxide
εξαντλημένο υλικόfouled oxide
εσωτερικό λειαντικό υλικόinternal lubricant
καύσιμο προωθητικό υλικόpropellant
κοκκώδες υλικό καθαρισμούpelleted purifying material
κολλοειδές υλικόcolloidal matter
μη απόβλητο υλικόnon-waste material
παρθένο υλικόvirgin material
παρθένο υλικόfresh material
πλαστικό πολυστρωματικό υλικόplastic multi-layer
πληρωτικό υλικόextender pigment
πληρωτικό υλικόmill base
πληρωτικό υλικόextender
πολυστρωματικό διογκωμένο υλικόfoam laminate
πολυστρωματικό υλικό πολλαπλών υλώνmulti-material multi-layer
προσθετικό υλικό ελαστικώνadduct rubbers
προσθετικό υλικό χρώματοςadduct compound
προσθετικό υλικό χρώματοςadduct
πρότυπο υλικόstandard material
πύργος με πληρωτικό υλικόpacked column
στοιχείο πυρηνικού καυσίμου με το υλικό εν διασποράdispersion fuel element
συμπαγές διογκωμένο υλικόintegral foam interior
υγρό υλικόwet stock
υγρό υλικόwet feed
υλικό αναφοράςreference material
υλικό αποστάξεωςdistillate
υλικό για καλούπωμα με ενίσχυση από ύφασμαmacerate
υλικό για καλούπωμα με ενίσχυση από ύφασμαfabric-filled moulding material
υλικό για ξήρανσηmaterial to be dried
υλικό για ξήρανσηdrying stock
υλικό μαζικής κατανάλωσηςmass commodity material
υλικό που διαχωρίζεταιcharge
υλικό χαμηλής ειδικής ραδιενέργειαςlow specific activity material
χρησιμοποιημένο υλικόpart-spent oxide