Subject | Greek | English |
nat.sc., agric. | αγρωστώδες που σχηματίζει θυσάνουςτούφες | bunch grass |
industr., construct. | γυάλινο πλακίδιο που σχηματίζει καθρέφτη | silvered glass rectangle |
transp. | διάφραγμα που σχηματίζει βαθμίδα | stepped bulkhead |
transp. | διάφραγμα που σχηματίζει βαθμίδα | recessed bulkhead |
met. | εξωραφή συγκολλήσεως σε ελάσματα που σχηματίζουν γωνία | fillet weld in a corner joint |
med. | κύτταρο που σχηματίζει πλάκα | plaque forming-cell |
gen. | ουσία μη καύσιμη,αλλά σχηματίζει εύφλεκτο αέριο σε επαφή με το νερό ή τον υγρό αέρα | not combustible but forms flammable gas on contact with water or damp air |
nat.sc., life.sc. | πηγή που σχηματίζει επίπαγο | petrifying spring |
industr., construct., mech.eng. | πλαστουργικό πιεστήριο εφοδιασμένο με έμβολα που σχηματίζουν γωνία | angle press |
industr., construct., mech.eng. | πλαστουργικό πιεστήριο εφοδιασμένο με έμβολα που σχηματίζουν γωνία | angle moulding presse |
market. | σειρά θεμάτων που αποτελούν χωριστή ενότητα και σχηματίζουν ενιαίο σύνολο | a series of items which constitute a separate unit and form a coherent whole |
agric., construct. | συρτόδρομος με τοποθέτηση κατά μήκος του στύλων σε σχήμα ζιγκ-ζαγκ οι οποίοι σχηματίζουν μεταξύ τους γωνία 60*ο | skipper road |
gen. | σχηματίζει πολύ ευαίσθητες εκρηκτικές μεταλλικές ενώσεις | forms very sensitive explosive metallic compounds |
gen. | σχηματίζει πολύ ευαίσθητες εκρηκτικές μεταλλικές ενώσεις | very sensitive explosive metallic compound forms |
gen. | σχηματίζει πολύ ευαίσθητες εκρηκτικές μεταλλικές ενώσεις | R4 |
commun. | σχηματίζω έναν αριθμό τηλεφώνου | to dial a telephone number |
IT, tech. | σχηματίζω ακολουθία | to sequence |
IT, tech. | σχηματίζω ακολουθία | to re-order |
IT, tech. | σχηματίζω ακολουθία | to order |
IT | σχηματίζω ακολουθία διά συγχώνευσης | to sequence by merging |
agric. | σχηματίζω αφεσμό | to swarm |
industr., construct. | σχηματίζω γενειάδα | to staple |
met. | σχηματίζω προεξοχές σε επιφάνεια | to emboss |
industr., construct. | σχηματίζω σχέδια | to emboss |
transp. | σχηματίζω τη σύνθεση μιας αμαξοστοιχίας | to marshal a train |
transp. | σχηματίζω τη σύνθεση μιας αμαξοστοιχίας | to form a train |
industr., construct. | σχηματίζω τον κάδο | vat |
met. | τα νιτρίδια σχηματίζουν συνεχείς σειρές στερεών διαλυμάτων με τα αντίστοιχα καρβίδια | the nitrides form continuous series of solid solutions with the corresponding carbide |
gen. | τα σωματίδια σε λεπτή διασπορά σχηματίζουν εκρηκτικά μείγματα στον αέρα | finely dispersed particles form explosive mixtures in air |
med. | τεχνητό χέρι ικανό να σχηματίζει γροθιά | artificial hand capable of closing the fist |
transp. | φραγή που σχηματίζει βαθμίδα | stepped bulkhead |
transp. | φραγή που σχηματίζει βαθμίδα | recessed bulkhead |
gen. | φυλλωτό με φύλλα που οι διευθύνσεις τους σχηματίζουν γωνία | angle-ply laminate |
industr., construct. | ψαλίδι με πλευρά που σχηματίζει λίμα | scissors with a nail file |