DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Textile industry containing σε | all forms | exact matches only
GreekEnglish
ίνες υφαντικές, συνθετικές και τεχνητές, μη συνεχείς σε μάζεςman-made fibres discontinuous, not carded, combed or otherwise prepared for spinning
εξοπλισμός για μαλάκωμα πλεκτών και υφαντών υφασμάτων με πέρασμα σε σπιράλsoftening equipment for woven and knitted fabrics by scroll rollers
εξοπλισμός για μαλάκωμα πλεκτών και υφαντών υφασμάτων με πέρασμα σε σπιράλscroll breaker
νήμα βαμμένο στο φούρνο,σε ταψίcake dyed
περιέλιξη σε κυλινδρικό ρολόwinding
περιέλιξη σε κυλινδρικό ρολόrolling
περιέλιξη σε κυλινδρικό ρολόcurling
προβαίνω σε ισοπάχυνση σόλαςto level the soles
σταθερότητα σε σταγόνες νερούfastness to water drop