Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Chinese
English
Italian
Polish
Russian
Terms
for subject
Finances
containing
μπορώ
|
all forms
Greek
English
δαπάνη στην οποία
μπορεί
να χορηγηθεί ενίσχυση
eligible costs
επένδυση που δεν
μπορεί
να αποτελέσει εύκολα αντικείμενο διαπραγμάτευσης
not readily marketable investment
επένδυση που
μπορεί
να τύχει κοινοτικής χρηματοδοτήσεως
investment eligible for Community assistance
κονδύλια που
μπορούν
να αλληλοαντικατασταθούν
interchangeable items
κονδύλια που
μπορούν
να αλληλοαντικατασταθούν
fungible items
μετοχή που
μπορεί
να εξαγορασθεί
redeemable share
οι τιμές μετατροπής δεν θα στρογγυλοποιούνται ούτε
μπορούν
να παραλείπονται
the conversion rates shall not be rounded or truncated
οι τιμές μετατροπής δεν θα στρογγυλοποιούνται ούτε
μπορούν
να παραλείπονται δεκαδικά ψηφία
1
the conversion rates shall not be rounded or truncated
παρατυπίες που
μπορούν
να οδηγήσουν σε καταχρήσεις
irregularities which could result in abuse
τίτλοι που
μπορούν
να επιστραφούν δια μιάς
securities redeemable simultaneously
τίτλοι που
μπορούν
να επιστραφούν δια μιάς
securities redeemable all at once
τίτλοι που
μπορούν
να επιστραφούν δια μιάς
bullet securities
τίτλοι που
μπορούν
να επιστραφούν τμηματικά
serial securities
τίτλοι που
μπορούν
να επιστραφούν τμηματικά
securities redeemable in tranches
τίτλοι που
μπορούν
να επιστραφούν τμηματικά
securities redeemable by instalments
τίτλος που
μπορεί
να επιστραφεί
redeemable stock
τίτλος που
μπορεί
να επιστραφεί
redeemable security
τα
εμπορε
Ùματα που τοποθετοÙνται σε ελεÙθερες ζώνες πρέπει να μποροÙν να γíνονται αντικεíμενο μ
it must be possible for ownership of goods placed in free zones to be transferred
τα εμπορεύματα
μπορούν
να εισάγονται και να παραμένουν στις ελεύθερες ζώνες
goods may be brought into and remain in free zones
τα τελωνεíα διέλευσης ελέγχουν τα
εμπορε
Ùματα
the offices of transit shall inspect the goods
Get short URL