Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Chinese
English
Italian
Polish
Russian
Terms
for subject
Economy
containing
μπορώ
|
all forms
Greek
English
αγαθά πάγιου κεφαλαίου που
μπορεί
να αναπαραχθούν
reproducible fixed capital goods
αποτιμήσεις σε τιμές που
μπορεί
να παρατηρηθούν άμεσα
valuation at prices which can be observed directly
επιδότηση για την οποία δεν
μπορεί
να ζητηθεί έννομη προστασία
non-actionable subsidy
στοιχείο που
μπορεί
να θεωρηθεί ανταπόδοση από το μέρος του δικαιούχου
counterpart from the beneficiary,but not simultaneous
τιμές που
μπορεί
να παρατηρηθούν άμεσα
prices which can be observed directly
τιμή που δεν
μπορεί
να προσδιοριστεί εύκολα
identifiable price
τυχαίες ζημίες που
μπορούν
να καλυφθούν ασφαλιστικά
provision for accidental damage
υπηρεσίες που
μπορεί
να είναι εμπορεύσιμες και μη εμπορεύσιμες
services supplied on a market or a non-market basis
χρηματοπιστωτικές απαιτήσεις που
μπορεί
να χρησιμοποιηθούν αυτόματα
assets automatically acceptable
χρονική στιγμή που
μπορεί
να απαιτηθεί η πληρωμή
time payment can be demanded
Get short URL