DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing ισχύς | all forms
GreekEnglish
αεροπορική ισχύςair force
απαιτούμενη ισχύς για τη ρευστοποίησηmelt down rating
απαιτούμενη ισχύς για τη ρευστοποίησηinput during the meltdown period
γραμμική ισχύς ράβδου καυσίμουlinear power rating
γραμμική ισχύς ράβδου καυσίμουlinear rod power
γραμμική ισχύς ράβδου καυσίμουlinear power density
γραμμική ισχύς σχάσηςlinear fissile power
επιθετική ισχύςoffensive power
ηλεκτρική ισχύς πυρηνικού αντιδραστήραnuclear electrical power
θερμική ισχύς ανά αντιδραστήρα επί συνεχούς λειτουργίαςthermal output
θερμική ισχύς ενός πυρηνικού συστήματος παραγωγής ατμούthermal power of a nuclear steam supply system
θερμική ισχύς πυρηνικού καυσίμουfuel power
ισχύς δεδικασμένουres judicata
ισχύς κινητήραmotor power, power of the motor
ισχύς λειτουργίαςoperating power
Ισχύς μνήμηςmemory power
Ισχύς μνήμηςStorage power
ισχύς πυρηνικής έκρηξηςnuclear yield
ισχύς του πυρήνα του αντιδραστήραcore power
μέση γραμμική ισχύςmean linear power
μέση θερμική ισχύς ανά μονάδα μάζας του πυρηνικού καυσίμουfuel rating
ονομαστική θερμική ισχύς του πυρηνικού καυσίμουrated fuel power
Ονομαστική ισχύςNominal rating