Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Bulgarian
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Spanish
Terms
containing
θεματοφύλακας
|
all forms
Subject
Greek
English
econ., market.
αμοιβή για υπηρεσίες
θεματοφύλακα
καταβαλλόμενη από τους παρέχοντες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες
fiduciary duty owned by a financial service supplier
insur.
ειδικός
θεματοφύλακας
special trustee
fin., IT
εντολή σε
θεματοφύλακα
instruction to a custodian
polit.
Η Επιτροπή,
θεματοφύλακας
των Συνθηκών
guardian of the Treaty
polit.
Η Επιτροπή,
θεματοφύλακας
των Συνθηκών
guardian of the Treaties
law
θεματοφύλακας
της κοινοτικής έννομης τάξης
guardian of the Community legal order
insur.
θεματοφύλακας
του αναλογιστικού κεφαλαίου κάλυψης των μαθηματικών αποθεμάτων
trustee of the actuarial cover fund
gen.
θεματοφύλακας
του μητρώου
keeper of the register
fin.
θεματοφύλακας
των ΟΣΕΚΑ
UCITS depositary
fin.
θεματοφύλακας
των στοιχείων του ενεργητικού
depository for the holdings
polit.
θεματοφύλακας
των Συνθηκών
guardian of the Treaty
polit.
θεματοφύλακας
των Συνθηκών
guardian of the Treaties
fin.
θεματοφύλακας
χρεογράφων
security custodian
fin.
θεματοφύλακας
χρεογράφων
custodian
insur.
ρήτρα
θεματοφυλάκων
bailee clause
interntl.trade., fin.
υπηρεσίες φύλαξης,
θεματοφύλακα
και καταπιστευματοδόχου
custodial, depository and trust services
Get short URL