DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Research and development containing διεθνής | all forms
GreekEnglish
Διεθνής Ενωση για την προαγωγή της συνεργασίας με τους επιστήμονες των νέων ανεξάρτητων κρατών της πρώην Σοβιετικής Ενωσης; Διεθνής ένωση για την προαγωγή της συνεργασίας με τους επιστήμονες των νέων ανεξάρτητων κρατών της πρώην Σοβιετικής ΕνωσηςInternational Association for the Promotion of Cooperation with Scientists from the New Independent States of the Former Soviet Union
διεθνής θερμοπυρηνικός πειραματικός αντιδραστήραςinternational thermonuclear experimental reactor
Διεθνής Ομοσπονδία Πληροφόρησης και ΤεκμηρίωσηςInternational Federation for Information and Documentation
διεθνής οργανισμός ευρωπαϊκού ενδιαφέροντοςinternational European interest organisation
Διεθνής συνεργασίαInternational Cooperation