Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian
Spanish
Terms
for subject
Statistics
containing
βάση
|
all forms
Greek
English
αλλάζω
βάση
to
rebase
βάση
δειγματοληπτικής έρευνας
sampling frame
βάση
δοκιμή αναστροφής
time reversal test
βάση
εκτιμήσεως
basis of valuation
βάση
σταθμίσεως
weight base
βάση
στοιχείων της Στατιστικής Υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τη διαχείριση
των
χρονολογικών σειρών
Database of the Statistical Office of the European Communities for the Management of Time Series
βάση
το βάρος
base weight
βιδωτή
βάση
screw cap
βιδωτή
βάση
screw base
επιλογή με
βάση
δειγματοληψία
retrospective study
καθαροί όροι εμπορίου με
βάση
τις σχετικές τιμές εξαγωγών-εισαγωγών
net barter terms of trade
μετατραπέν σε ετήσια
βάση
converted to an annual basis
μεταφέρω σε άλλη
βάση
to
rebase
στατιστικός έλεγχος με
βάση
το ένα άκρο της κατανομής πιθανοτήτων
single-tailed test
στατιστικός έλεγχος με
βάση
το ένα άκρο της κατανομής πιθανοτήτων
single tail test
στατιστικός έλεγχος με
βάση
το ένα άκρο της κατανομής πιθανοτήτων
one-sided test
στατιστικός έλεγχος με
βάση
το ένα άκρο της κατανομής πιθανοτήτων
one-tailed test
στατιστικός έλεγχος με
βάση
το ένα άκρο της κατανομής πιθανοτήτων
one sided test
Ταξινόμηση της ατομικής
τελικής
κατανάλωσης με
βάση
το σκοπό
νοικοκυριά
Classification of Individual Consumption by Purpose for Households
Ταξινόμηση της ατομικής
τελικής
κατανάλωσης με
βάση
το σκοπό
νοικοκυριά
Classification of Individual
final
Consumption by Purpose
households
ωριαίος φόρτος που λαμβάνεται ως
βάση
για το σχεδιασμό
design hourly volume
Get short URL