DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Statistics containing βάση | all forms
GreekEnglish
αλλάζω βάσηto rebase
βάση δειγματοληπτικής έρευναςsampling frame
βάση δοκιμή αναστροφήςtime reversal test
βάση εκτιμήσεωςbasis of valuation
βάση σταθμίσεωςweight base
βάση στοιχείων της Στατιστικής Υπηρεσίας των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τη διαχείριση των χρονολογικών σειρώνDatabase of the Statistical Office of the European Communities for the Management of Time Series
βάση το βάροςbase weight
βιδωτή βάσηscrew cap
βιδωτή βάσηscrew base
επιλογή με βάση δειγματοληψίαretrospective study
καθαροί όροι εμπορίου με βάση τις σχετικές τιμές εξαγωγών-εισαγωγώνnet barter terms of trade
μετατραπέν σε ετήσια βάσηconverted to an annual basis
μεταφέρω σε άλλη βάσηto rebase
στατιστικός έλεγχος με βάση το ένα άκρο της κατανομής πιθανοτήτωνsingle-tailed test
στατιστικός έλεγχος με βάση το ένα άκρο της κατανομής πιθανοτήτωνsingle tail test
στατιστικός έλεγχος με βάση το ένα άκρο της κατανομής πιθανοτήτωνone-sided test
στατιστικός έλεγχος με βάση το ένα άκρο της κατανομής πιθανοτήτωνone-tailed test
στατιστικός έλεγχος με βάση το ένα άκρο της κατανομής πιθανοτήτωνone sided test
Ταξινόμηση της ατομικής τελικής κατανάλωσης με βάση το σκοπό νοικοκυριάClassification of Individual Consumption by Purpose for Households
Ταξινόμηση της ατομικής τελικής κατανάλωσης με βάση το σκοπό νοικοκυριάClassification of Individual final Consumption by Purpose households
ωριαίος φόρτος που λαμβάνεται ως βάση για το σχεδιασμόdesign hourly volume