DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing βάση | all forms
GreekEnglish
βάση αγωγήςplea (causa petendi)
βάση αγωγήςcause of action (causa petendi)
βάση για έγερση, υποστήριξη ή αποποίηση απαιτήσεως εδαφικής κυριαρχίαςa basis for asserting, supporting or denying a claim to territorial sovereignty
Βάση δεδομένων ειδικευμένη στο δίκαιο της πληροφορικήςDatabase specialized in information law
βάση δεδομένων νομολογίαςcase-law database
βάση δεδομένων νομολογίαςHUDOC Database
βάση διεθνούς δικαιοδοσίαςgrounds of jurisdiction
βάση νομικών δεδομένωνlegal database
βάση νομικών δεδομένωνlegal databank
βάση συζήτησηςplatform for discussion
βάση του κέρδουςprofits base
βάση των πόρων ΦΠAVAT own resources basis
διάρθρωση σε εθελοντική βάσηvoluntary structure
διαδικαστική νομική βάσηprocedural legal basis
διαμόρφωση εικόνας με βάση φυλετικά χαρακτηριστικάracial profiling
διπλή νομική βάσηdual legal basis
επικουρική βάση δικαιοδοσίαςresidual jurisdiction
εργασία που αμείβεται με βάση τη χρονική διάρκειαwork at time rates
Ευρωπαϊκή Νομική βάση δεδομένων για τα ναρκωτικάEuropean Legal Database on Drugs
κοόρτη με βάση τους γάμουςmarriage cohort
μέθοδος εκπτώσεων "βάση από βάση"accounts method
μέθοδος εκπτώσεων "βάση από βάση""base from base" method
νομική βάση αποφάσεωςlegal basis for a decision
νομική βάση δεδομένωνlegal database
νομική βάση δεδομένωνlegal databank
νομική βάση που απαιτεί πλειοψηφίαlegal basis calling for a majority decision
νομοθετική βάση δεδομένωνlegislative database
ουσιαστική νομική βάσηsubstantive legal basis
ουσιώδης βάσηessential basis
προσδιορισμός αξίας με βάση το εισόδημαincome approach
προϊόντα με βάση το κρέαςmeat products
σταθερή νομική βάσηsound legal basis
συμβόλαιο σε χρονική και υλική βάσηtime and material contract
συμπληρωματική νομική βάσηfurther legal basis