DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing απόδοση | all forms
GreekEnglish
αμοιβή συνδεδεμένη με την απόδοσηproductivity-related pay
αξιολόγηση βασισμένη στην απόδοσηmerit rating
απόδοση εργασίαςlabour output
ικανότητα σε απόδοση εργασίαςworking capacity
συνδέω τους μισθούς με την απόδοση της επιχείρησηςto link wages to company performance
χαμηλή απόδοση στην εργασίαunderperformance at work
ωριαία απόδοσηoutput per hour
ωριαία απόδοσηhourly output