DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Chemistry containing ανώτερο | all forms
GreekEnglish
ανώτερο απόσταγμαupper distillate
ανώτερο όριοupperbound level
ανώτερο όριοupperbound analytical result
ανώτερο όριοupper-bound
ανώτερο όριο αναλυτικού αποτελέσματοςupperbound level
ανώτερο όριο αναλυτικού αποτελέσματοςupperbound analytical result
ανώτερο όριο αναλυτικού αποτελέσματοςupper-bound
αποτέλεσμα της ανάλυσης για το ανώτερο όριοupperbound analytical result
αποτέλεσμα της ανάλυσης για το ανώτερο όριοupperbound level
αποτέλεσμα της ανάλυσης για το ανώτερο όριοupper-bound