DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing αντίδραση | all forms
GreekEnglish
έγκαιρη αντίδρασηearly response
έγκαιρη αντίδρασηearly action
αλυσωτή αντίδραση ριζώνradical chain reaction
αμφίδρομη αντίδρασηreversible reaction
αντίδραση εξουδετερώσεωςneutralization reaction
αντίδραση κατά την οποία παράγονται αέριαgas producing reaction
Αξιολόγηση του θορύβου σε σχέση με την αντίδραση του κοινούAssessment of noise with respect to community response
αποκλίνουσα αλυσωτή αντίδρασηsupercritical reaction
αποκλίνουσα αλυσωτή αντίδρασηdivergent reaction
ασθματική αντίδρασηasthmatic reactions
Γενική ιδέα της ΕΕ για Στρατιωτική Ταχεία ΑντίδρασηEU Military Rapid Response Concept
διαμοριακή αντίδρασηintermolecular reaction
ενδομοριακή αντίδρασηintramolecular reaction
ενδόθερμη αντίδρασηendothermic process
προώθηση με χημική αντίδρασηreaction propulsion
Πρόγραμμα Euromed για την πρόληψη, την προετοιμασία και την αντίδραση στις καταστροφέςEuroMed Programme for Disaster Prevention, Preparation and Response
Πρόγραμμα Euromed για την πρόληψη, την προετοιμασία και την αντίδραση στις καταστροφέςEuromed Programme for the Prevention, Preparedness and Response to Natural and Man-Made Disasters
πρόληψη, προστασία, καταδίωξη και αντίδρασηprevent, protect, pursue and respond
πρώτη αντίδρασηfirst response
συγκολλητική αντίδρασηconglutination reaction
ταχεία αντίδρασηrapid response
χρονική αντίδρασηreaction time