DictionaryForumContacts

   Greek
Terms containing άδεια λειτουργίας | all forms | in specified order only
SubjectGreekEnglish
law, nucl.phys.άδεια λειτουργίαςlicence
law, nucl.phys.άδεια λειτουργίαςoperating licence
fin., unions.άδεια λειτουργίας χρηματοπιστωτικών οργανισμώνauthorisation of a credit institution
fin.άδεια λειτουργίαςauthorisation
law, nucl.phys.άδεια λειτουργίαςoperating permit
law, fin.άδεια λειτουργίαςauthorization
med.άδεια λειτουργίας νοσοκομείουhospital accreditation
law, commun.άδεια λειτουργίας ραδιοφωνικού δέκτηwireless licence
law, commun.άδεια λειτουργίας ραδιοφωνικού δέκτηreceiving licence
law, commun.άδεια λειτουργίας ραδιοφωνικού δέκτηradio licence
econ., fin.άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματοςcredit institution's licence
fin.άδεια λειτουργίας τραπεζώνbanking licence
environ.άδεια λειτουργίας χώρου υγειονομικής ταφήςlandfill permit
fin., bank.ενιαία άδεια λειτουργίας τραπεζικού ιδρύματοςsingle banking licence
insur.εταιρία χωρίς άδεια λειτουργίαςnon-admitted company