Subject | Latvian | Greek |
comp., MS | absolūtais drošības deskriptors | απόλυτη περιγραφή ασφαλείας |
polit. | Apsardzes un palīdzības, drošības un drošuma direktorāts | Διεύθυνση Εσωτερικής Ασφάλειας, Συνδρομής και Προστασίας |
gen. | Apvienoto Nāciju Organizācijas Drošības padome | Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών |
UN | Atbruņošanās un starptautiskās drošības komiteja | Επιτροπή για τον αφοπλισμό και τη διεθνή ασφάλεια |
transp., mech.eng. | avārijas drošības vārsts | βαλβίδα έκτακτης ανάγκης |
transp., mil., grnd.forc. | ceļu satiksmes drošības audits | έλεγχος της οδικής ασφάλειας |
transp. | Ceļu satiksmes drošības novērtējums | εκτίμηση των επιπτώσεων της οδικής ασφάλειας |
transp., mil., grnd.forc. | ceļu tīkla drošības klasificēšana | κατάταξη του δικτύου ασφάλειας |
polit. | Darbības nepārtrauktības plānošanas un drošības akreditācijas iestādes nodaļa | Μονάδα σχεδιασμού της συνέχειας των δραστηριοτήτων και αρχή πιστοποίησης ασφαλείας |
dat.proc. | datu apstrādes drošība | ασφάλεια της επεξεργασίας |
transp., avia. | drošība, sekuritāte | απόρρητο |
gov., crim.law. | drošības pārbaude | έλεγχος ασφαλείας |
gov., crim.law. | drošības pārbaude | έρευνα ασφαλείας |
gov., crim.law. | drošības pārbaude | άδεια ασφαλείας |
chem. | Dzēst ugunsgrēku, ņemot vērā parastos drošības nosacījumus un no saprātīga attāluma. | Προσπαθήστε να σβήσετε την πυρκαγιά λαμβάνοντας τις κατάλληλες προφυλάξεις και από εύλογη απόσταση. |
transp., avia. | Eiropas Aeronavigācijas drošības organizācija | Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια της Αεροναυτιλίας |
econ. | Eiropas Aviācijas drošības aģentūra | Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασφάλειας της Αεροπορίας |
transp., avia. | Eiropas Aviācijas drošības programma | Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ασφάλειας της Αεροπορίας |
transp. | Eiropas Ceļu satiksmes drošības harta | Ευρωπαϊκός Χάρτης Οδικής Ασφάλειας |
transp. | Eiropas Ceļu satiksmes drošības harta | Ευρωπαϊκή Χάρτα Οδικής Ασφάλειας |
econ. | Eiropas Darba drošības un veselības aizsardzības aģentūra | Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία |
health., lab.law. | Eiropas Darba drošības un veselības aizsardzības aģentūras valde | Διοικητικό Συμβούλιο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία |
gen. | Eiropas drošības modelis | ευρωπαϊκό πρότυπο ασφάλειας |
gen. | Eiropas Drošības stratēģija | Ευρωπαϊκή Στρατηγική Ασφάλειας |
obs. | Eiropas Drošības un aizsardzības akadēmija | Ευρωπαϊκή Ακαδημία Ασφάλειας και 'Αμυνας |
obs. | Eiropas drošības un aizsardzības politika | Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Αμυνας |
gen. | Eiropas Drošības un sadarbības konference | Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη |
gen. | Eiropas Drošības un sadarbības organizācijas Pastāvīgā padome | Μόνιμο Συμβούλιο; Μόνιμο Συμβούλιο του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη; Μόνιμο Συμβούλιο του ΟΑΣΕ |
commun., transp., R&D. | Eiropas GNSS sistēmu drošības padome | Συμβούλιο ασφαλείας των ευρωπαϊκών συστημάτων GNSS |
econ. | Eiropas Jūras drošības aģentūra | Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα |
immigr. | Eiropas Jūras drošības dienests | ευρωπαϊκές υπηρεσίες για την ασφάλεια στη θάλασσα |
transp. | Eiropas jūras drošības stratēģija | στρατηγική της ΕΕ για την ασφάλεια των θαλασσών |
transp. | Eiropas jūras drošības stratēģija | Ευρωπαϊκή στρατηγική θαλάσσιας ασφάλειας |
obs. | Eiropas kopējā drošības un aizsardzības politika | Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Αμυνας |
social.sc. | Eiropas Pagaidu līgums par sociālo drošību, izņemot shēmas, kas attiecas uz vecuma, invaliditātes un apgādnieka zaudējuma gadījumiem | Προσωρινή Ευρωπαϊκή Συμφωνία "αφορώσα εις την κοινωνικήν ασφάλειαν, εξαιρουμένων των τομέων του γήρατος, της αναπηρίας και των επιζώντων" |
social.sc. | Eiropas Pagaidu līgums par sociālās drošības shēmām, kas attiecas uz vecuma, invaliditātes un apgādnieka zaudējuma gadījumiem | Προσωρινή Ευρωπαϊκή Συμφωνία "αφορώσα εις τα συστήματα κοινωνικής ασφαλείας τα σχετικά με το γήρας, την αναπηρίαν και τους επιζώντας" |
obs., IT | Eiropas Savienības Tīklu un informācijas drošības aģentūru | Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών |
econ. | Eiropas Tīklu un informācijas drošības aģentūra | Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών |
gen. | Eiropola drošības koordinators | Συντονιστής Ασφάλειας |
gen. | Eiropola drošības rokasgrāmata | εγχειρίδιο ασφάλειας της Ευρωπόλ |
energ.ind. | enerģijas piegādes drošība | ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού |
transp., avia. | gaisa kuģa drošības pārbaude | έλεγχος ασφαλείας αεροσκάφους |
transp., avia. | gaisa kuģa drošības pārmeklēšana | έρευνα ασφαλείας αεροσκάφους |
commun., transp. | Galileo Drošības padome | Συμβούλιο Ασφαλείας του GALILEO |
transp., R&D. | Galileo sistēmas Drošības padome | Συμβούλιο ασφαλείας του συστήματος GALILEO |
IT | II kategorijas drošības zona | χώρος ασφαλείας κατηγορίας ΙΙ |
IT | informācijas drošība | ασφάλεια των συστημάτων πληροφοριών |
polit. | Kolektīvās drošības līguma organizācija | Οργάνωση του Συμφώνου Συλλογικής Ασφάλειας |
polit. | Kolektīvās drošības līguma organizācija | CSTO |
obs. | kopējā drošības un aizsardzības politika | Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Αμυνας |
construct. | kopējā ārpolitika un drošības politika | Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας |
transp., nautic. | kuģošanas drošība | ασφάλεια στη ναυτιλία |
transp., nautic., UN | Kuģošanas drošības komiteja | Επιτροπή θαλάσσιας ασφάλειας |
transp., nautic., UN | Kuģošanas drošības komiteja | Επιτροπή Ναυτικής Ασφάλειας |
fish.farm. | Kuģošanas drošības un kuģu izraisītā piesārņojuma novēršanas komiteja | Επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία' Επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία |
commun., transp., avia. | lidojuma drošība | ασφάλεια πτήσης |
commun., transp., avia. | lidojuma drošība | Ασφάλεια πτήσεων |
transp., avia. | lidostu drošība | ασφάλεια αερολιμένα |
fin. | mainīgā drošības rezerve | υποχρεωτικά μεταβαλλόμενα περιθώρια |
fin. | mainīgā drošības rezerve | περιθώριο μεταβλητότητας |
comp., MS | Microsoft drošības centrs | Κέντρο ασφάλειας και προστασίας της Microsoft |
comp., MS | Microsoft drošības centrs | Κέντρο ασφάλειας & προστασίας της Microsoft |
fin. | neatkarīgā drošības rezerve | ανεξάρτητο περιθώριο |
gen. | negatīva drošības garantija | αρνητική διαβεβαίωση ασφάλειας |
comp., MS | nestingrā drošības piesaiste | μεταφερόμενο SA |
polit. | Padomes drošības reglaments | κανονισμοί ασφαλείας του Συμβουλίου |
polit. | Padomes Ģenerālsekretariāta Drošības dienests | Γραφείο Ασφαλείας της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου |
polit. | Padomes Ģenerālsekretariāta Drošības dienests | Γραφείο Ασφαλείας |
health. | Pasaules veselības organizācijas laboratoriju bioloģiskās drošības rokasgrāmata | εγχειρίδιο εργαστηριακής βιοασφάλειας της ΠΟΥ |
comp., MS | pasta universālā drošības grupa | γενική λίστα ασφαλείας με ενεργοποίηση ταχυδρομείου |
gen. | Pastāvīgā komiteja operatīvai sadarbībai iekšējās drošības jautājumos | Μόνιμη επιτροπή επιχειρησιακής συνεργασίας σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας |
gen. | Pastāvīgā komiteja operatīvai sadarbībai iekšējās drošības jautājumos | Μόνιμη Επιτροπή Εσωτερικής Ασφάλειας |
econ., commer. | Patērētāju drošības zinātniskā komiteja | επιστημονική επιτροπή για την ασφάλεια των καταναλωτών |
nucl.pow. | periodiska drošības pārbaude | περιοδική επανεξέταση ασφαλείας |
gen. | politikas un drošības dialogs | διάλογος πολιτικής και ασφάλειας |
econ. | Politikas un drošības komiteja | Επιτροπή Πολιτικής και Ασφάλειας |
econ. | produktu drošība | ασφάλεια των προϊόντων |
health. | PVO laboratoriju bioloģiskās drošības rokasgrāmata | εγχειρίδιο εργαστηριακής βιοασφάλειας της ΠΟΥ |
gen. | sabiedriskā drošība | δημόσια ασφάλεια |
construct., commun. | Sistēmas drošības un aizsardzības komiteja Eiropas GNSS Uzraudzības iestāde | Επιτροπή ασφαλείας και προστασίας του συστήματος Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή του GNSS |
sociol. | sociālās drošības sistēma | σύστημα κοινωνικής ασφάλειας |
industr. | stohastisks drošības novērtējums | πιθανοτική ανάλυση ασφάλειας |
industr. | stohastisks drošības novērtējums | στοχαστική ανάλυση ασφάλειας |
industr. | stohastisks drošības novērtējums | πιθανοτική ανάλυση του κινδύνου |
industr. | stohastisks drošības novērtējums | πιθανολογική έρευνα ασφάλειας |
industr. | stohastisks drošības novērtējums | πιθανολογική αξιολόγηση ασφάλειας |
industr. | stohastisks drošības novērtējums | μεθοδολογία πιθανολογικής εκτίμησης κινδύνων |
fin. | sākotnējā drošības rezerve | αρχική κατάθεση |
fin. | sākotnējā drošības rezerve | αρχικό περιθώριο |
fin. | sākotnējā drošības rezerve | αρχική εγγύηση |
law | tiesiskā drošība | ασφάλεια δικαίου |
law, h.rghts.act. | tiesības uz brīvību un drošību | δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια |
comp., MS | tīkla drošības atslēga | κλειδί ασφαλείας δικτύου |
polit. | Ugunsdrošības un drošības mācību nodaļa | Μονάδα Εκπαίδευσης για την Πυροπροστασία |
health. | Veselības drošības komiteja | Επιτροπή υγειονομικής ασφάλειας |
health. | Veselības drošības komiteja | Eπιτροπή Ασφάλειας της Υγείας |
comp., MS | Windows Live OneCare drošības pārbaudes rīks | Πρόγραμμα σάρωσης ασφαλείας Windows Live OneCare |
comp., MS | zonas drošības palielināšana | αναβάθμιση δικαιωμάτων ζώνης |
gen. | Āfrikas miera un drošības sistēma | Αφρικανική αρχιτεκτονική ειρήνης και ασφάλειας |
transp., mil., grnd.forc. | četrpunktu drošības josta | ζώνη τύπου σαγής |
chem. | ķīmiskās drošības novērtējums | αξιολόγηση χημικής ασφάλειας |
chem. | ķīmiskās drošības ziņojums | έκθεση χημικής ασφάλειας |