Italian | Greek |
acido adenosintrifosforico | τριφωσφορική αδενοσίνη |
acido carbossilico | οργανικό οξύ |
acido clavulanico | κλαβουλανικό oξύ (acidum clavulanicum) |
acido clorogenico | χλωρογενικό οξύ |
acido desossicolico | δεσοξυχολικό οξύ |
acido 2,3-dimercapto-1-propano solfonico | ουνιθειόλη 2,3-διμερκαπτο-1-προπα- νοσουλφικό οξύ |
acido folico | φολικό οξύ (acidum folicum) |
acido folinico | φυλλινικό οξύ |
acido L-ascorbico | L-ασκορβικό οξύ |
acido N-acetilantranilico | Ν-ακετυλανθρανιλικό οξύ |
acido 6-palmitil-L-ascorbico | L-παλμιτικό ασκορβικό 6-παλμιτικό |
acido 6-palmitil-L-ascorbico | παλμιτικό ασκορβύλιο |
acido 6-palmitil-L-ascorbico | 6-παλμιτυλ-L-ασκορβικό οξύ |
acido 6-palmitoil-L-ascorbico | L-παλμιτικό ασκορβικό 6-παλμιτικό |
acido 6-palmitoil-L-ascorbico | παλμιτικό ασκορβύλιο |
acido 6-palmitoil-L-ascorbico | 6-παλμιτυλ-L-ασκορβικό οξύ |
acido tolfenamico | τολφεναμικό οξύ τολφεναμικό οξύ (acidum tolfenamicum) |
deidratasi dell'acido delta-aminolevulinico | διυδρατάση του δ-αμινολεβουλινικού οξέος |
dietilamide dell'acido lisergico | διαιθυλαμίδη λυσεργικού οξέος |
dietilamide dell'acido lisergico | διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος |
dietilammide dell'acido lisergico | διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος |
escrezione urinaria dell'acido delta-amino-levulinico | δ-αμινολεβουλινικό οξύ στα ούρα |
estere di saccarosio degli acidi grassi | εστέρες σακχαρόζης των λιπαρών οξέων εστέρες σακχαρόζης και εδώδιμων λιπαρών οξέων ; Ε 473 |
estere poliglicerico degli acidi grassi | πολυγλυκερίδια λιπαρών οξέων ; εστέρες πολυγλυκερόλης των μη πολυμερισμένων εδώδιμων λιπαρών οξέων ; Ε 475 |
il fumo contiene benzene, nitrosammine, formaldeide e acido cianidrico | ο καπνός περιέχει βενζόλιο, νιτροζαμίνες, φορμαλδεϋδη και υδροκυάνιο |
lattone dell'acido resorcilico | λακτόνη του ρεσορκυλικού οξέως |
sali di sodio, di potassio o di calcio degli acidi grassi alimentari, soli o in miscela, ottenuti da materie grasse commestibili e da acidi grassi alimentari distillati | άλατα νατρίου,καλίου και ασβεστίου εδώδιμων λιπαρών οξέων, μόνα ή σε μείγματα, παράγωγα εδώδιμων λιπαρών ή αποσταγμένων εδώδιμων λιπαρών οξέων ; Ε 470 |