DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject General containing licença | all forms | exact matches only
PortugueseGreek
concessão de licença sem vencimentoχορήγηση άδειας για προσωπικούς λόγους
condições de concessão de licençasκριτήριο αδειοδότησης
licença filialάδεια για τη φροντίδα εξαρτώμενου μέλους
licença sem vencimentoάδεια για προσωπικούς λόγους
licença sem vencimentoάδεια χωρίς αποδοχές
Licenças para a EuropaΆδειες για την Ευρώπη
pessoal encarregado da determinação e concessão de licençasπροσωπικό αρμόδιο για την αξιολόγηση και τη χορήγηση αδειών
plano nacional de atribuição de licenças de emissãoεθνικό σχέδιο κατανομής δικαιωμάτων εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου
plano nacional de atribuição de licenças de emissãoεθνικό σχέδιο κατανομής
sistema integrado de gestão de licençasΟλοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης αδειών
área abrangida na licençaπεριοχή που καλύπτεται από την άδεια