DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject Economy containing faces | all forms
PortugueseGreek
ambas as facesδύο όψεων
fazer face às dificuldades de refinanciamentoαντιμετωπίζω δυσκολίες αναχρηματοδότησης
Programa de Opções Específicas para Fazer face ao Afastamento e à Insularidade da Madeira e dos Açoresπρόγραμμα ειδικών μέτρων λόγω του απομακρυσμένου και νησιωτικού χαρακτήρα της Μαδέρας και των Αζορών
Programa de Opções Específicas para fazer face ao Afastamento e à Insularidade da Madeira e dos AçoresΠρόγραμμα ειδικών μέτρων λόγω του απομακρυσμένου και νησιωτικού χαρακτήρα της Μαδέρας και των Αζορών
Programa de Opções Específicas para fazer face ao Afastamento e à Insularidade dos Departamentos Ultramarinos FrancesesΠρόγραμμα ειδικών μέτρων λόγω του απομακρυσμένου και νησιωτικού χαρακτήρα των γαλλικών υπερπόντιων διαμερισμάτων
programa de opções específico para fazer face ao afastamento e à insularidade das Ilhas Canáriasπρόγραμμα ειδικών μέτρων λόγω του απομακρυσμένου και νησιωτικού χαρακτήρα των Καναρίων Νήσων