DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject Economy containing depósito | all forms | exact matches only
PortugueseGreek
ativos transferíveis expressos em moeda nacional são considerados como depósitosμεταβιβάσιμα στοιχεία ενεργητικού εκφρασμένα σε εθνικό νόμισμα τα οποία θεωρούνται καταθέσεις
caixa de depósitosταμιευτήριο
depósito bancárioτραπεζικές καταθέσεις
depósito de garantia de caráter mútuoεγγύηση αμοιβαίου χαρακτήρα
depósito legalνομότυπη κατάθεση
depósitos em moeda nacional resultantes de um contrato ou de um esquema de poupançaκαταθέσεις σε εθνικό νόμισμα που προκύπτουν από πρόγραμμα ή σύμβαση αποταμίευσης
depósitos estáveisκαταθέσεις που παραμένουν σταθερές
depósitos que os organismos de seguros detêm em nome dos seguradosκαταθέσεις τις οποίες κατέχουν οι ασφαλιστές για λογαριασμό των ασφαλισμένων
depósitos transferíveisμεταβιβάσιμες καταθέσεις
depósitos à ordem transferíveis em moeda nacionalμεταβιβάσιμες καταθέσεις όψης σε εθνικό νόμισμα
operações de depósitosσυναλλαγές καταθέσεων
outros depósitosλοιπές καταθέσεις