DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject Transport containing acumuladores | all forms
PortugueseGreek
acumulador "a ar atmosférico"συσσωρευτής ατμοσφαιρικού αέρα
acumulador com eletrólito não aquosoξηρά ηλεκτρολυτική μπαταρία
acumulador com óxido de prataσυσσωρευτής οξειδίου του αργύρου
acumulador de arranqueμπαταρία εκκίνησης
acumulador de calorσυσσωρευτής θερμότητας
acumulador de choque de molaελατηριωτός απορροφητήρας κραδασμών
acumulador de choque de molaαποσβεστήρας με ελατήριο
acumulador de choque de molaαποσβεστήρας κρούσεων ελατηριωτού τύπου
acumulador de circuito de tremσυσσωρευτής συστήματος σκελών προσγείωσης
acumulador de derivação múltiplaδιανομέας συσσωρευτή υδραυλικού
acumulador de travagemσυσσωρευτής πίεσης συστήματος πέδησης
acumulador de travagemσυσσωρευτής πέδησης
acumulador lítio-cloroσυσσωρευτής λιθίου / χλωρίου
acumulador níquel cádmioσυσσωρευτής νικελίου / καδμίου
acumulador níquel-ferroσυσσωρευτής νικελίου / σιδήρου
acumulador níquel-zincoσυσσωρευτής νικελίου / ψευδαργύρου
acumulador ou bateria de estação de serviçoσταθμός φόρτισης συσσωρευτού
acumulador zinco-arσυσσωρευτής ψευδαργύρου-αέρα
acumulador ácido de chumboσυσσωρευτής μολύβδου / οξέος
automotora com acumulador de cargaαυτοκινητάμαξα με συσσωρευτή
automotora que funciona por meio de uma bateria de acumuladoresόχημα αυτοκινούμενο σε σιδηροτροχιές με συσσωρευτές
camião provido de acumuladorφορτηγό με συσσωρευτή
carregador de acumuladoresσυνδετήρας
carregador de acumuladoresζεύκτης
locomotiva elétrica de acumuladoresηλεκτράμαξα με συσσωρευτές
locomotivas de acumuladoresσιδηροδρομική μηχανή που κινείται με ηλεκτρικούς συσσωρευτές
suporte de acumuladoresυποστήριγμα συσσωρευτών
unidade de carga do acumuladorγεννήτρια πλήρωσης αέρα συσσωρευτή