Portuguese | Greek |
anúncios relativos à apresentação de petições de ação ou recurso | ανακοινώσεις που αφορούν τα εισαγωγικά δικόγραφα της δίκης |
assumir a forma de uma ação concertada | συνίσταται σε συντονισμένη δράση |
autoridade judiciária onde foi intentada a ação penal | ποινικό δικαστήριο |
ação atribuída ao trabalhador | μετοχή εργασίας |
ação atribuída ao trabalhador | μετοχή προσωπικού |
ação atribuída ao trabalhador | μετοχή εργαζομένου |
ação civil com fundamento em várias marcas | αστική αγωγή επί τη βάσει περισσότερων του ενός σημάτων |
ação coercitiva | μέτρο εξαναγκασμού |
ação coletiva | συλλογική προσφυγή |
ação coletiva | συλλογική αγωγή |
ação coletiva | συλλογική έννομη προστασία |
ação com direito a voto | μετοχή με ψήφο |
ação comum em áreas pertencentes ao domínio da política externa e de segurança | κοινή δράση στους τομείς που εμπίπτουν στην εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας |
ação contra o autor | αγωγή με το ίδιο αίτημα |
ação cível | αστική διαδικασία |
ação cível | πολιτική αγωγή |
ação de alimentos | αγωγή διατροφής |
ação de ameaça de contrafação | αγωγή για επαπειλούμενη παραποίηση |
ação de ameaça de contrafação | αγωγή για επαπειλούμενη απομίμηση |
ação de anulação | αγωγή ακυρότητας |
ação de anulação de uma sentença arbitral | αγωγή με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση διαιτητικής αποφάσεως |
ação de capital | μετοχή κεφαλαίου |
ação de capital | μετοχή |
ação de cessação | αγωγή παραλείψεως |
ação de cobrança de honorários | αγωγή για την είσπραξη των αμοιβών |
ação de contrafação | διαδικασία για παραποίηση/απομίμηση |
ação de contrafação | αγωγή για παραποίηση/απομίμηση |
ação de contrafação | αγωγή για παραποίηση |
ação de contrafação | αγωγή για απομίμηση |
ação de evacuação | αγωγή έξωσης |
ação de execução de contrato de venda | αγωγή προς εκτέλεση της συμβάσεως πωλήσεως |
ação de expulsão | αγωγή έξωσης |
ação de formação | επαγγελματική επιμόρφωση |
ação de fundador | ιδρυτικός τίτλος |
ação de indemnização | αγωγή αποζημιώσεως |
ação de indemnização | αγωγή αποζημίωσης |
ação de inoponibilidade | αγωγή μη αναγνωρίσεως δικαστικής αποφάσεως |
ação de recurso | αναγωγή |
ação de reinserção social | επανένταξη αποφυλακισθέντων |
ação de reivindicação | διεκδικητική δράση συνδικαλιστικών οργανώσεων |
ação de reivindicação de titularidade | αξίωση |
ação de resolução do contrato | αγωγή λύσης της σύμβασης |
ação de responsabilidade | κατάθεση προσφυγής για την απόδοση ευθυνών |
ação de responsabilidade civil | αγωγή για αστική ευθύνη |
ação de trabalho | μετοχή εργαζομένου |
ação de trabalho | μετοχή εργασίας |
ação de trabalho | μετοχή προσωπικού |
ação de verificação de não contrafação | αναγνωριστική αγωγή για μη παραποίηση |
ação de verificação de não contrafação | αναγνωριστική αγωγή για μη απομίμηση |
ação direta da parte lesada contra o segurador | αγωγή του ζημιουμένου κατά του ασφαλιστή |
ação disciplinar | πειθαρχική διαδικασία |
ação doada | μετοχή που παρέχεται δωρεάν |
ação doada | μετοχή παρεχόμενη άνευ αντικαταβολής |
ação doada | δωρεάν μετοχή |
ação em matéria de responsabilidade extracontratual | αξίωση λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης |
ação executiva | εκτελεστή απόφαση |
ação extrapatrimonial | αγωγή με μη περιουσιακό αντικείμενο |
ação fraudulenta | απάτη |
ação gratuita | μετοχή παρεχόμενη άνευ αντικαταβολής |
ação gratuita | δωρεάν μετοχή |
ação gratuita | μετοχή που παρέχεται δωρεάν |
ação individual | αυτόνομη αγωγή |
ação instaurada contra os bens | αγωγή που στρέφεται κατά της περιουσίας του |
ação intergovernamental | διακυβερνητική δράση |
ação judiciária | δικαστική δίωξη |
ação para a qual o Tribunal de Primeira Instância é competente | προσφυγή που υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου |
ação patrimonial | αγωγή που έχει περιουσιακό αντικείμενο |
ação paulina | παυλιανή αγωγή |
ação penal exercida contra um juiz | ποινική δίωξη κατά δικαστή |
ação penal que diga respeito a um funcionário | δίωξη στη οποία εμπλέκεται δημόσιος υπάλληλος |
ação pendente | εκκρεμούσα υπόθεση (lis pendens) |
ação pendente | εκκρεμής υπόθεση (lis pendens) |
ação por incumprimento | προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου για παράλειψη εκπληρώσεως υποχρεώσεως |
ação por omissão | προσφυγή κατά παραλείψεως |
ação por omissão | αίτηση παραλείψεως |
ação por violação de direitos anteriores | αγωγή λόγω παραβίασης προγενέστερων δικαιωμάτων |
ação preventiva | προληπτική ενέργεια |
ação pública | ποινική δίωξη |
ação pública | ποινική αγωγή |
ação reconhecida como motivo de sanção por um empregador | περιστατικό που θεωρείται ως λόγος επιβολής κυρώσεων από τον εργοδότη |
ação redibitória | αγωγή αναστροφής πωλήσεως |
ação repressiva | ποινική αγωγή |
Ação Robert Schuman | Δράση Robert Schuman |
ação sindical | συνδικαλιστική δράση |
ação sobre o ambiente de trabalho | επίδραση στο εργασιακό περιβάλλον |
ação terrorista | τρομοκρατική ενέργεια |
ação transmissível | μεταβιβάσιμη μετοχή |
ação unilateral do empregador | ετεροβαρής πράξη του εργοδότη |
campo de ação | πεδίο δράσης |
certificado de titularidade de ação | αποδεικτικό κυριότητας μετοχής |
cessão de uma ação | μεταβίβαση μετοχής |
cessão de uma ação | εκχώρηση μετοχής |
chamamento de garante à ação | αγωγή εγγυήσεως |
comité para a execução do programa comunitário de ação "Juventude" | Επιτροπή για την εφαρμογή του προγράμματος κοινοτικής δράσης "Νεολαία" |
comité para a execução do programa de ação comunitária de incentivo à cooperação entre os Estados-Membros em matéria de luta contra a exclusão social | Επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος δράσης για την ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού |
comité para a execução do programa de ação comunitário 2004-2008 de prevenção e de combate à violência exercida contra as crianças, os adolescentes e as mulheres e de proteção das vítimas e dos grupos de risco programa Daphne II | Επιτροπή για την εφαρμογή του προγράμματος κοινοτικής δράσης σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας εις βάρος παιδιών, νέων και γυναικών και την προστασία των θυμάτων και των ομάδων κινδύνου Δάφνη II |
decisão em ação de contrafação | απόφαση για παραποίηση |
decisão em ação de contrafação | απόφαση για απομίμηση |
declarar-se não competente a favor do tribunal onde foi intentada a primeira ação | διαπιστώνω την αναρμοδιότητά μου υπέρ του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου |
desistência da ação | παραίτηση από την αγωγή |
desistência de ação | παραίτηση από την αγωγή |
direito de ação | δικαίωμα αγωγής |
direito de ação direta | διακαίωμα άμεσης αξίωσης |
direito à ação e a um tribunal imparcial | δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου |
dividendos por ação | ποσό καταβαλλόμενων μερισμάτων ανά μετοχή |
dividendos por ação | μέρισμα ανά μετοχή |
domínio de ação | πεδίο δράσης |
fundamento da ação | το αντικείμενο της αγωγής |
fundamento da ação | η ουσία της αγωγής |
Grupo de Ação Financeira Internacional | ειδική ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης |
Grupo de Ação Financeira Internacional | Ομάδα Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Δράσης |
Grupo de Ação Financeira sobre a Reciclagem de Capitais | Ομάδα Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Δράσης |
Grupo de Ação Financeira sobre a Reciclagem de Capitais | ειδική ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης |
Grupo de Ação Financeira sobre o Branqueamento de Capitais | Ομάδα Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Δράσης |
Grupo de Ação Financeira sobre o Branqueamento de Capitais | ειδική ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης |
Grupo de ação financeiro internacional | Ομάδα Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Δράσης |
Grupo de ação financeiro internacional | ειδική ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης |
instauração da ação no Tribunal | προσφυγή στο Δικαστήριο |
instrumento de ação coletiva | συλλογικά ένδικα μέσα |
intentar ação em tribunal | εγείρω αγωγή |
intentar ação em tribunal | ασκώ αγωγή |
intentar ação judicial | υπερασπίζομαι υπόθεση |
intentar ação judicial | συνηγορώ |
intentar ação judicial | αγορεύω |
intentar ação na justiça | προσαγωγή στη Δικαιοσύνη |
intentar ação na justiça | κλήτευση |
intentar ação na justiça | κλήση |
intentar uma ação | εγείρω αγωγή |
intentar uma ação judicial | ασκώ δικαστική προσφυγή |
legalidade da ação administrativa | νομιμότητα της δράσεως της διοικήσεως |
liberdade de ação | ελευθερία δράσης |
Livro Verde da Comissão - A proteção jurídica dos serviços codificados no mercado interno: Consulta sobre a necessidade de uma ação comunitária | Πράσινο Βιβλίο για τη νομική προστασία των κρυπτογραφημένων υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά - Διαβούλευση για την αναγκαιότητα ανάληψης δράσης |
meio de ação | ένδικα βοηθήματα |
os poderes de ação necessários para o efeito | οι προς τον σκοπό αυτόν απαιτούμενες εξουσίες |
pequena ação | διαφορά μικρής σημασίας |
plano de ação de luta contra a droga | σχέδιο δράσης για την καταπολέμηση των ναρκωτικών |
plano de ação no domínio da justiça e dos assuntos internos | σχέδιο δράσης στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων |
Plano de ação para o intercâmbio, entre as administrações dos Estados-Membros, de funcionários nacionais envolvidos na aplicação da legislação comunitária necessária à realização do mercado único | Πρόγραμμα δράσης σχετικά με την ανταλλαγή εθνικών υπαλλήλων μεταξύ των διοικήσεων των κρατών μελών,οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας που απαιτείται για την υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς |
Plano de ação plurianual 2009-2013 sobre justiça eletrónica europeia | Πολυετές σχέδιο δράσης 2009-2013 σχετικά με την ευρωπαϊκή ηλεκτρονική δικαιοσύνη |
Plano de ação "Simplificar e melhorar o ambiente regulador" | πρόγραμμα δράσης με σκοπό την απλούστευση και τη βελτίωση της ποιότητας του ρυθμιστικού περιβάλλοντος |
o licenciado pode intervir na ação | δικαιούται να παρέμβει στη διαδικασία |
poderes de ação necessários | πρόσθετες εξουσίες δράσης |
possibilidades de ação | δυνατότητες δράσης |
prescrição da ação | παραγραφή δικαιώματος άσκησης αγωγής |
prescrição da ação de responsabilidade | παραγραφή της αγωγής |
programa de ação comunitário para a promoção de ações no domínio da proteção dos interesses financeiros da Comunidade | πρόγραμμα κοινοτικής δράσης για την προώθηση δράσεων στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας |
programa de ação em matéria de intercâmbio, de assistência e de formação para a proteção do euro contra a falsificação | πρόγραμμα ανταλλαγών, συνδρομής και κατάρτισης για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία |
Programa de Ação para as Pequenas e Médias Empresas PME | Πρόγραμμα δράσης για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσειςΜΜΕ |
Programa de Ação para as Pequenas e Médias Empresas | Πρόγραμμα δράσης για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις |
Programa de ação para melhoria da sensibilização das profissões jurídicas ao direito comunitário | Πρόγραμμα δράσης για την ευαισθητοποίηση στο κοινοτικό δίκαιο των ασκούντων νομικά επαγγέλματα |
programa de incentivo e de intercâmbio destinado aos responsáveis pela ação contra o tráfico de seres humanos e a exploração sexual das crianças | πρόγραμμα ενθάρρυνσης και ανταλλαγών μεταξύ των υπευθύνων για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών |
programa de intercâmbio, de formação e de cooperação dirigido aos responsáveis pela ação contra a criminalidade organizada | πρόγραμμα αvταλλαγής,κατάρτισης και συvεργασίας με πρooρισμό τoυς αρμόδιoυς της δράσης κατά της oργαvωμέvης εγκληματικότητας |
programa de intercâmbio, de formação e de cooperação dirigido aos responsáveis pela ação contra a criminalidade organizada | πρόγραμμα Falcone |
Programa de intercâmbio, formação e cooperação destinado aos responsáveis pela ação contra a criminalidade organizada | Πρόγραμμα ανταλλαγών, κατάρτισης και συνεργασίας με προορισμό τους αρμόδιους της δράσης κατά της οργανωμένης εγκληματικότητας |
qualquer tomada de posição ou qualquer ação prevista em execução de uma ação comum | κάθε θέση που λαμβάνεται ή κάθε εθνική δράση που μελετάται κατ'εφαρμογήν κοινής δράσης |
recurso e ação intentados contra uma Instituição das Comunidades por pessoas singulares ou coletivas | προσφυγή που ασκείται κατά οργάνου των Κοινοτήτων |
rejeitar a ação | απορρίπτω την αγωγή |
sentença que indefere a ação | δικαστική απόφαση που απορρίπτει την αγωγή |
Subprograma II Value sobre redes de comunicações computorizadas de I&D - Ação sobre exigências de integridade e de confidencialidade da informação de I&D comunitária | Υποπρόγραμμα Value II σε δίκτυα επικοινωνίας ηλεκτρονικών υπολογιστών Ε&Α-Δράση σχετιχά με τις απαιτήσεις αρτιότητας και εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που αφορούν την κοινοτική Ε&ΤΑ |
task force ação financeira | ειδική ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης |
Task Force Ação Financeira | Ομάδα Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Δράσης |
task force ação financeira | Ομάδα Διεθνούς Χρηματοπιστωτικής Δράσης |
Task Force Ação Financeira | ειδική ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης |
uma ação ilegítima | μή νόμιμη ενέργεια |
uma ação penal é exercida contra um juiz após o levantamento da imunidade | μετά την άρση της ετεροδικίας ασκείται κατά δικαστού ποινική δίωξη |
área de ação | πεδίο δράσης |